Συνολικά πέντε ταινίες κάνουν σήμερα (29.12.2022) πρεμιέρα στα σινεμά και ρίχνουν την… αυλαία του 2022.
Από τις πέντε νέες ταινίες που θα κάνουν Πρωτοχρονιά στα σινεμά της χώρας, ξεχωρίζει εμφανώς το «Αισθάνομαι Ζωντανός» με τον Μπίλι Νάι, ένα ριμέικ της αριστουργηματικής ταινίας του Κουροσάβα «Ikiru».
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει και το βιογραφικό δράμα του Μικέλε Πλασίντο «Στη Σκιά του Καραβάτζιο». Επίσης, αναμένεται να σπεύσουν οι λάτρεις της Γουίτνεϊ Χιούστον, για το βιογραφικό μουσικό δράμα «I Wanna Dance with Somebody», αλλά και οι φαν του Νοτιοκορεάτη Χονγκ Σανγκ – σου, για το τελευταίο του φιλμ «Η Ιστορία μιας Μυθιστοριογράφου».
Το πρόγραμμα ολοκληρώνεται με την κωμική περιπετειώδη κομεντί «Γάμος μετ’ Εμποδίων», με πρωταγωνίστρια τη Τζένιφερ Λόπεζ.
Αισθάνομαι Ζωντανός (Living)
Δραματική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Όλιβερ Ερμάνους, με τους Μπιλ Νάι, Έιμι Λου Γουντ, Άλεξ Σαρπ, Όλιβερ Κρις, Μάικλ Κοκρέιν κα.
Αν δεν υπήρχε το πρωτότυπο, το αριστουργηματικό «Ikiru» του Ακίρα Κουροσάβα, στο οποίο βασίστηκε ο Όλιβερ Ερμάνους, θα είχαμε μείνει άφωνοι και θα είχαν αναπτερωθεί οι ελπίδες μας ότι το σινεμά έχει ελπίδες να αναστηθεί. Αλλά όποιος έχει δει το συγκλονιστικό δράμα που γύρισε ακριβώς πριν από 70 χρόνια ο Κουροσάβα, καταλαβαίνει ότι υπάρχουν έτοιμες οι βάσεις για ένα πετυχημένο ριμέικ, αλλά να κάνει και τις αναπόφευκτες συγκρίσεις και να παραδοθεί, για μία ακόμη φορά, στο μεγαλείο του Ιάπωνα σκηνοθέτη.
Ο Ερμάνους τα πάει αρκετά καλά, βασιζόμενος, με τη σειρά του, στο άψογο σενάριο του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Καζούο Ισιγκούρο, που έχει υπογράψει τα «Απομεινάρια Μιας Ημέρας», αλλά υπάρχει πάντα αυτή η απόσταση που τον χωρίζει με τον μεγάλο δημιουργό, τον ανυποχώρητο ιδεολόγο, της βαθιάς γνώσης της ανθρώπινης φύσης, τη χαρισματικής του ματιάς που τον έκανε ξεχωριστό. Ο Ερμάνους – ευτυχώς προσγειωμένος – ακολουθεί ταπεινά και πιστά το πνεύμα του πρωτότυπου φιλμ και καταφέρνει να σταθεί σε υψηλά επίπεδα, αξιοποιώντας και την τεράστια ερμηνεία του Μπιλ Νάι, που θα μπορούσε να συγκριθεί με τον ανεπανάληπτο πρωταγωνιστή του Κουροσάβα Τακάσι Σιμούρα, και που δικαίως πρέπει να θεωρείται ο μεγαλύτερος εν ζωή Βρετανός ηθοποιός.
Το περίφημο «Ikiru» («Ο Καταδικασμένος»), που για το ευρύ κοινό έμεινε σχεδόν στην αφάνεια, σε σχέση με άλλες ταινίες του Κουροσάβα, είχε αφεθεί για χρόνια ανέγγιχτο από διάσημους σκηνοθέτες, παρότι το είχαν λατρέψει, μπρος στο φόβο των συγκρίσεων ή και θεωρώντας ότι πρόκειται για ιεροσυλία.
Αυτό το τόλμησε τελικά ο Ισιγκούρο, που ήταν όνειρό του, να κάνει το ριμέικ του «Ikiru» και να το μεταφέρει στη βρετανική πραγματικότητα, έχοντας ως οδηγό τον άνισο, μέχρι τώρα, σκηνοθέτη Ερμάνους.
Το σενάριο μάς πάει στο μεταπολεμικό Λονδίνο του 1952, της οικονομικής ανάπτυξης, όπου ένας βετεράνος δημόσιος υπάλληλος, ένας τυπικός γραφειοκράτης, μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και έχει έξι μήνες ζωής. Μία είδηση που θα τον φέρει απέναντι στη συνειδητοποίηση της χαμένης ζωής του μέχρι τότε και την απόφασή του να κάνει κάτι που θα αφήσει το αποτύπωμά του σε αυτό τον κόσμο, θα αποκτήσει νόημα η ζωή του. Και αυτό το νόημα θα το βρει προωθώντας ένα αίτημα, που χρόνιζε, για μια παιδική χαρά. Γιατί η δημιουργία μιας παιδικής χαράς μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο, αλλά θα αλλάξει τη ζωή του γκρίζου γραφειοκράτη. Για να δικαιολογήσει και το νόημα της ταινίας «θα ήταν κρίμα να πεθάνεις χωρίς να ζήσεις ποτέ». Να σβήσει, μεμιάς και διαπαντός, το παρατσούκλι που του είχαν βγάλει στο γραφείο, εκείνο του «ζόμπι». Ένας άνθρωπος κουρασμένος, που έχει ξεμείνει μόνος, μετά το θάνατο της γυναίκας του και την αποξένωση με τον γιο και τη νύφη του, έχει να αντιμετωπίσει μια απάνθρωπη γραφειοκρατία, η οποία δεν οδηγεί πουθενά, εκτός από τη σταθεροποίηση της ισχύς της εξουσίας και της νομενκλατούρας.
Ο Ερμάνους, «τρέχει» με συνέπεια το σενάριο, κρατά σωστές αποστάσεις από εντυπωσιασμούς, διαθέτει τη διακριτικότητα να μιλήσει με αποχρώσεις, χωρίς έντονες μελοδραματικές κορυφώσεις τις περισσότερες φορές, ακολουθώντας το λακωνικό κείμενο του Ισιγκούρο και τις καυστικές απόψεις για τον περιβόητο καθωσπρεπισμό και τις ανερχόμενες «αξίες» μιας κοινωνίας που ρέπει προς τη βουλιμία.
Από κει και πέρα, η αναπαράσταση του μεταπολεμικού Λονδίνου είναι εξαιρετική, τα κοστούμια και τα ήθη της εποχής τονώνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα της ταινίας, καλλωπίζουν το αποτέλεσμα και δίνουν μία οικειότητα, που τραβούν το μάτι, αλλά περιορίζουν τις σκέψεις για το βαθύτερο νόημα που συνταράσσει στο πρωτότυπο φιλμ. Δηλαδή, γιατί πρέπει ένας άνθρωπος να φτάνει κοντά στο μοιραίο, στο αναπόφευκτο, για να λάβει γενναίες αποφάσεις, να σταθεί απέναντι σε κάθε εξουσία, να δικαιώσει την ύπαρξή του. Παρά ταύτα η ταινία του Νοτιοαφρικανού Ερμάνους δεν παύει να είναι ένα πολύ καλό φιλμ, το οποίο ανεβάζει ακόμη περισσότερο η συγκρατημένη, λιτή, συγκινητική ερμηνεία του Μπιλ Νάι.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο Λονδίνο το 1952 ο Γουίλιαμς, ένας βετεράνος δημόσιος υπάλληλος, αποτελεί ένα μικρό γρανάζι στη γραφειοκρατία της αναδόμησης της μεταπολεμικής Αγγλίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς άπειρα χαρτιά κατακλύζουν το γραφείο του, μαθαίνει ότι έχει μια θανάσιμη ασθένεια. Έτσι ξεκινάει να ψάχνει κάποιο νόημα στη ζωή του, όσο του μένει ακόμα χρόνος.
Η Ιστορία μιας Μυθιστοριογράφου (The Novelist’s Film)
Δραματική ταινία, νοτιοκορεάτικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Χονγκ Σανγκ-σου, με τους Κιμ Μιν χι, Λι Χιεν Γιουνγκ, Παρκ Μι σου, Λι Εούν μι, Κουόν Χε γιο κα.
Ταινία που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, εκπαιδευμένο στο ασιατικό σινεμά, που αναζητά κάτι διαφορετικό, μέσα από μικρές παραγωγές και φεστιβαλικές διακρίσεις. Στην 27η ταινία τού παραγωγικότατου και μόνιμου σχεδόν, θαμώνα του φεστιβάλ Βερολίνου, Χονγκ Σανγκ – σου, ο οποίος φέτος κέρδισε την Αργυρή Άρκτο της Κριτικής Επιτροπής, όλα περιστρέφονται και γύρω από την ιστορία μίας μυθιστοριογράφου, που επισκέπτεται τα περίχωρα της Σεούλ.
Η ιστορία συμπυκνώνεται ουσιαστικά σε ένα 24ωρο, όταν μια μεσήλικη συγγραφέας επισκέπτεται ένα μικρό περιφερειακό βιβλιοπωλείο, όπου συναντά αρχικά μία γνωστή της από το παρελθόν και στη συνέχεια περιφερόμενη στα αξιοθέατα της περιοχής θα συναντηθεί με έναν σκηνοθέτη, που φιλοδοξούσε να γυρίσει ένα βιβλίο της ταινίας, αλλά την εγκατάλειψε για να μπει στο χώρο του εμπορικού σινεμά. Όμως, θα συναντήσει και πάλι όλως τυχαίως και μία πολύ γνωστή ηθοποιό, που έχει αποτραβηχτεί γιατί βαρέθηκε τις ταινίες ευρείας κατανάλωσης. Μια ηθοποιό που θαυμάζει και της προτείνει να γυρίσουν μαζί μια μικρού μήκους ταινία, ενώ έχουν αρχίσει να μεθάνε, σε μία μάζωξη, στην οποία συναντάται και με έναν αλκοολικό ποιητή, με τον οποίο είχαν μία εφήμερη σχέση κατά το παρελθόν.
Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και έντονο κοντράστ, η ταινία του γνώριμου Χονγκ Σανγκ – σου («Η Γυναίκα που Έφυγε») αυτή τη φορά ξεφεύγει από τα όρια του μινιμαλισμού, για να αγγίξει την πενιχρότητα τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, ενώ η περίφημη διακριτικότητά του, με την οποία αντιμετωπίζει τα ανθρωποκεντρικά του θέματα, τις υπαρξιακές του αγωνίες, φτάνει στον ύψιστο βαθμό.
Όπως εύκολα κατανοεί ένας υποψιασμένος θεατής, θα βρεθεί και πάλι μπροστά σε ηθοποιούς που μιλάνε για την καθημερινότητά τους, ενώ οι συζητήσεις, που απλώνονται από τα αδιάφορα και τετριμμένα μέχρι τα ουσιώδη, θα φέρουν σκέψεις για τη ζωή, την τέχνη, το εμπόριο και τη δύναμη του χρήματος που έχει διεισδύσει σε αυτήν αλλά και σε όλους όσους κανονικά θα έπρεπε να είναι απέναντι. Και ίσως το σημαντικότερο για τον Νοτιοκορεάτη δημιουργό ότι ο άνθρωπος είναι πάνω από τα σενάρια και όλα τα αφηγηματικά όπλα του σκηνοθέτη. Ίσως γι αυτό βάζει και χρώμα στα τελευταία του πλάνα, με τη μορφή της ηθοποιού να περιφέρει απλώς την προσωπικότητά της και ένα ματσάκι με λουλούδια.
Ο Χονγκ Σανγκ – σου, ακολουθώντας το δόγμα του Ζαν Κοκτώ, «ο κινηματογράφος θα γίνει τέχνη μόνο όταν τα υλικά του γίνουν τόσο φθηνά όσο το μολύβι και το χαρτί», μάλλον το παρατραβάει και αν συνεχίσει έτσι στο τέλος θα σπάσει το μολύβι και θα σκίσει το χαρτί…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα μικρό βιβλιοπωλείο στα προάστια της Σεούλ, δέχεται την επίσκεψη μίας διάσημης μυθιστοριογράφου, η οποία γνωρίζει από παλιά την ιδιοκτήτρια. Η περιήγηση της μυθιστοριογράφου στην περιοχή θα την φέρει απέναντι από έναν σκηνοθέτη, με τον οποίο είχαν μία ατελέσφορη συνεργασία και με μια γνωστή ηθοποιό, που έχει αποτραβηχτεί, για να ζήσει μια ήρεμη ζωή.
Στη Σκιά του Καραβάτζιο (L’Οmbra di Caravaggio)
Δραματική βιογραφία, ιταλικής και γαλλικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Μικέλε Πλασίντο, με τους Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Μικαέλα Ραματζότι, Λουί Γκαρέλ, Ιζαμπέλ Ιπέρ κα.
Ενδιαφέρουσα και καλογυρισμένη βιογραφική δραματική ταινία εποχής, για τον Καραβάτζιο, έναν ιδιοφυή ζωγράφο του 16ου-17ου αιώνα, που η συνύπαρξή του με το περιθώριο και ο ανυπότακτος χαρακτήρας του, η οργισμένη επαναστατική του φύση, τον έφερε μέχρι και στο φόνο.
Ο Μικέλε Πλασίντο, για όσους δεν θυμούνται, ο σκηνοθέτης στην ταινία «Σινεμά, ο Παράδεισος», με την εμπειρία και την ωριμότητα ενός 76χρονου, θα ακολουθήσει την πεπατημένη, φτιάχνοντας τη βιογραφία του Καραβάτζιο μέσω της έρευνας και φωτίζοντας την ομιχλώδη ζωή του, που αντανακλάται και στο έργο του.
Το σενάριο των Σάντρο Πετράλια Φιντέλ Σινιορίλε, θέλουν τον τότε Πάπα Παύλο Ε’ να αναθέτει σε έναν πράκτορα του Βατικανού να διεξάγει έρευνα γύρω από τον εκκεντρικό καλλιτέχνη, για να αποφασίσει αν θα του δώσει χάρη, καθώς κατηγορείται για το φόνο ενός νεαρού, αλλά και τη σχέση του με πόρνες, κλέφτες και άστεγους, τους οποίους χρησιμοποιεί για μοντέλα στα έργα του. Μία ασέβεια που θα είναι πιο επιβαρυντική για τον Καραβάτζιο, απ’ όλα τα άλλα «αμαρτήματά» του. Ίσως γι’ αυτό, ο Καραβάτζιο δεν ήξερε γιατί έπρεπε να μετανοήσει, γιατί δεν ήθελε να μετανοήσει, να υποταχθεί μπροστά στο Βατικανό.
Ο Πλασίντο κάνει μια ταινία φτιαγμένη από φως και σκιά. Το διάχυτο σκοτάδι σπάει από το φως των έργων του Καραβάτζιο και σε αυτό, βοηθά τα μέγιστα η δημιουργική φωτογραφία του Μικέλε Ντ’ Ατανάσιο, ο οποίος συνδυάζει την εικαστική σύνθεση των ζωγραφικών έργων του Καραβάτζιο με την κινηματογραφική αισθητική και ταυτόχρονα, αξιοποιεί και την καλή δουλειά που έχει γίνει στα σκηνικά και κοστούμια, την ανασύσταση της εποχής.
Ωστόσο, ο Πλασίντο, παρασυρμένος από τα δικά του προσωπικά βιώματα, υπερτονίζει σχεδόν σε κάθε σκηνή την πεποίθησή του για την ελευθερία του καλλιτέχνη, το καθήκον του να αντιστέκεται σε εξωτερικές πιέσεις, στέλνοντας σαφές μήνυμα, πολλές φορές στα όρια του διδακτισμού, για τις συμβάσεις και τους περιορισμούς του ιταλικού σινεμά. Κάτι απολύτως σεβαστό και χρήσιμο, αλλά τόσο υπερτονισμένο που μοιάζει με εμμονή.
Έτσι, πέφτει και στην παγίδα ενός σχεδόν μονοδιάστατου χαρακτήρα για τον Καραβάτζιο, ο οποίος παρουσιάζεται πάντα ως ένας καλλιτέχνης με ευγενή συναισθήματα και του καθήκοντος, κάτι που εγκλωβίζει και την ερμηνεία του Ρικάρντο Σκαραμάτσο, ο οποίος νιώθει άβολα, χωρίς το μυστήριο, που συνοδεύει τον ήρωά του, τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ιταλία, 1600 μ.Χ. Ο Μικελάντζελο Μερίζι, γνωστότερος και ως Καραβάτζιο, είναι ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης που επαναστατεί ενάντια στους αυστηρούς κανόνες της Συνόδου του Τρέντο σχετικά με την απεικόνιση θρησκευτικών εικόνων, χρησιμοποιώντας πόρνες, κλέφτες και αστέγους σα μοντέλα για τους θρησκευτικούς του πίνακες. Όταν ο Καραβάτζιο καταδικαστεί σε θάνατο έπειτα από μια μονομαχία ερωτικής αντιζηλίας, ο Πάπας Παύλος Ε’ αναθέτει σε έναν μυστικό πράκτορα του Βατικανού να διεξάγει πλήρη έρευνα γύρω από τον εκκεντρικό καλλιτέχνη, έτσι ώστε να αποφασίσει αν θα του δώσει χάρη.
I Wanna Dance with Somebody
Δραματική μουσική βιογραφία, αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Κάσι Λέμονς, με τους Ναόμι Άκι, Κλαρκ Πίτερς, Στάνλεϊ Τούτσι, Κλάιβ Ντέιβις, Ταμάρα Τούνι, Άστον Σάντερς κα.
Οι λάτρεις της Γουίτνεϊ Χιούστον σίγουρα θα χαρούν να δουν μία ρέπλικά της, στο πρόσωπο της ταλαντούχας Βρετανίδας Ναόμι Άκι, να ακούσουν σε ντόλμπι στέρεο τις μεγάλες τις επιτυχίες από την αυθεντική φωνή, να συγκινηθούν με τις καλογυρισμένες σεκάνς των ερμηνειών της, τα γεμάτα στάδια και το πλήθος που παραληρεί.
Υπάρχουν όμως και οι άλλοι, εκείνοι που θα ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα πώς έφτασε η διάσημη αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια στην κορυφή, πώς βίωσε την επιτυχία, ποιοι την εκμεταλλεύτηκαν και στη συνέχεια την πέταξαν σαν στημένη λεμονόκουπα, γιατί εθίστηκε στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, για τον πρόωρο περίεργο χαμό της.
Ε, όλα αυτά θα περάσουν επιφανειακά, χωρίς καμιά διάθεση από τους συντελεστές και τη σκηνοθέτιδα Κάσι Λέμονς να σκάψουν στις αιτίες που έφεραν μία δημοφιλή εμπορικότατη τραγουδίστρια σε μια ζωή γεμάτη αδιέξοδα και σε ένα τραγικό τέλος. Εκτός αν δεχτούμε ότι για όλα έφταιγε ο ευαίσθητος χαρακτήρας της, η ευάλωτη προσωπικότητά της.
Για μία ακόμη φορά σε μία αμερικάνικη βιογραφική ταινία, θα προτιμηθεί η φόρμα του γρήγορου ξεφυλλίσματος ενός ημερολογίου, που θα προσθέσει ελάχιστες πληροφορίες πίσω από το «μύθο», όπως είναι η τραυματική της σχέση με τον ιμπρεσάριο πατέρα της.
Έτσι, όλοι αυτοί που θα ήθελαν να μάθουν κάτι περισσότερο για την Χιούστον και το ρόλο της μουσικής βιομηχανίας, στη μουσική θα μείνουν με τα ερωτήματά τους αναπάντητα, αρκούμενοι σε μία καλλιγραφική και τακτοποιημένη βιογραφία και στην πληθωρική εμφάνιση της νεαρής πρωταγωνίστριας, που καταφέρνει να μπει στο σώμα της Γουίτνεϊ, αλλά όχι και στο μεδούλι μιας βασανισμένης κοπέλας, που είδε το αμερικάνικο όνειρο από την καλή και κυρίως, από την ανάποδη…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η συγκινητική πορεία της καριέρας και ζωής της Γουίτνεϊ Χιούστον, που ξεκίνησε από την εκκλησιαστική χορωδία της γειτονιάς της για να φτάσει στην κορυφή, να δοξαστεί, να βιώσει τον πόνο και την αυτοκαταστροφή.
Γάμος μετ’ Εμποδίων (Shotgun Wedding)
Η τελευταία ταινία της – αξιοθαύμαστα ελκυστικής ποπ σταρ – Τζένιφερ Λόπεζ, σε σκηνοθεσία του Τζέισον Μουρ. Αδιάφορη ταινία απευθυνόμενη στο κοινό που θέλει να διασκεδάσει για δυο ώρες, να χαζέψει μια αισθηματική κομεντί, που εξελίσσεται σε εξωτική κωμική περιπετειούλα και πέραν τούτων ουδέν. Ένα αγαπημένο ζευγάρι ετοιμάζεται να παντρευτεί σε ένα εξωτικό μέρος, όπου καταφτάνουν μαζικά τα εκκεντρικά μέλη των οικογενειών τους και θα βρεθούν όλοι μαζί σε ομηρία, οδηγώντας τις σχέσεις τους στα άκρα. Εκτός από την Λόπεζ, παίζουν και οι Τζος Ντουχάμελ, Τζένιφερ Κούλιτζ, Λένι Κράβιτζ κα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ