Στις 2 Φεβρουαρίου 2014, ο ηθοποιός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη με μια σύριγγα στο αριστερό του χέρι. Ήταν μόλις 46 ετών.
Όταν ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών το 2014, οι πιο κοντινοί του άνθρωποι ήταν συντετριμμένοι, αλλά πολλοί δεν έπεσαν από τα σύννεφα. Κατά τραγικό τρόπο, ο ηθοποιός πάλευε, κατά διαστήματα, με τον εθισμό για πολλά χρόνια.
Ένας από τους πιο φιλόδοξους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν εδραίωσε τη φήμη του ως ένας από τους πιο ευέλικτους ηθοποιούς.
Καθήλωσε το κοινό με τις μεταμορφωτικές ερμηνείες του και την ικανότητά του να δίνει ζωή σε πολύπλοκους χαρακτήρες, είτε υποδυόταν κάποιον απροσάρμοστο, είτε κάποιον εκκεντρικό είτε κάποιον νταή.
Από τον ρόλο του Τρούμαν Καπότε στο «Capote» (2005) μέχρι την ενσάρκωση ενός χαρισματικού ηγέτη αίρεσης στο «The Master» (2012), ο Χόφμαν δεν σταμάτησε ποτέ να αγκαλιάζει απαιτητικούς ρόλους.
Κι όλα αυτά δουλεύοντας ακατάπαυστα, είχε περίπου 50 κινηματογραφικούς ρόλους σε μόλις 20 χρόνια.
Αλλά μπορεί να υπήρχε ένας τραγικός λόγος σε όλο αυτό…
Δικοί του άνθρωποι πιστεύουν ότι προσπάθησε να διοχετεύσει την τάση του για εθισμό στη δουλειά του, για να αποφύγει την επιστροφή στα ναρκωτικά.
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν αντιμετώπισε για πρώτη φορά προβλήματα εξάρτησης, ενδίδοντας στο αλκοόλ και δοκιμάζοντας την ηρωίνη.
Ωστόσο, γρήγορα συνειδητοποίησε ότι είχε πρόβλημα και μπήκε για πρώτη φορά σε κέντρο αποτοξίνωσης σε ηλικία 22 ετών.
Παρέμεινε νηφάλιος για 23 χρόνια, ακόμη και όταν το αστέρι του ανέτειλε στο Χόλιγουντ.
Στη συνέχεια, όμως, μοιραία υποτροπίασε.
Στις 2 Φεβρουαρίου 2014, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν πέθανε από οξεία δηλητηρίαση από μικτά ναρκωτικά στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο West Village της Νέας Υόρκης.
Το διαμέρισμα αυτό βρισκόταν δύο τετράγωνα μακριά από εκείνο που μοιραζόταν με τη σύντροφό του Μίμι Ο’ντόνελ και τα τρία τους παιδιά.
Ο ηθοποιός αρχικά είχε πάρει το διαμέρισμα για να δουλέψει πάνω στο πώς θα απομνημονεύει τις ατάκες του χωρίς περισπασμούς, αλλά σύντομα έκανε το δεύτερο σπίτι του, καταφύγιο για τη χρήση ναρκωτικών.
Την ημέρα που πέθανε ο Σέιμουρ Χόφμαν, η Ο’Ντόνελ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αφού δεν πήγε να πάρει τα παιδιά ενώ το είχε υποσχεθεί.
Έτσι έστειλε μήνυμα στον κοινό φίλο του ζευγαριού, τον Ντέιβιντ Μπαρ Κατς, για να πάει να τον ελέγξει. Ο Κατς και η βοηθός του Χόφμαν, Μπέλα Ουίνγκ-Ντέιβι , μπήκαν τότε στο διαμέρισμα για να βρουν τον Χόφμαν νεκρό στο μπάνιο.
Η αυτοψία θα αποκάλυπτε αργότερα την αιτία θανάτου του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν: ένα μείγμα «speedball» ηρωίνης και κοκαΐνης, καθώς και βενζοδιαζεπινών και αμφεταμίνης.
Υποκριτικό στιλ και ευελιξία στους ρόλους
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1967 στο Fairport της Νέας Υόρκης. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά και η μητέρα του τον πήγαινε τακτικά σε τοπικές θεατρικές παραστάσεις.
Ο Χόφμαν γοητεύτηκε από το «Όλοι μου οι γιοι» σε ηλικία 12 ετών, αλλά ενδιαφερόταν κυρίως για την πάλη, μέχρι που ένας τραυματισμός τον ανάγκασε να επανεκτιμήσει τα ενδιαφέροντά του.
Ο Χόφμαν έγινε πρωταγωνίστησε στις παραστάσεις του Άρθουρ Μίλερ «The Crucible» και «Death of a Salesman» πριν αποφοιτήσει από το Λύκειο.
Στα 17 του εντάχθηκε στο Θερινό Σχολείο Τεχνών της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Ενώ ήταν πολύ καλός μαθητής και αποφοίτησε με πτυχίο στη δραματική τέχνη το 1989, ο Χόφμαν άρχισε επίσης να κάνει κατάχρηση αλκοόλ και ηρωίνης – γεγονός που τον οδήγησε στην αποτοξίνωση σε ηλικία 22 ετών!
Σύντομα αφοσιώθηκε σε μια ζωή μακριά από καταχρήσεις, καθώς συνέχισε να ακολουθεί καριέρα ηθοποιού.
Το 1992, ο Χόφμαν απέκτησε έναν ρόλο στην ταινία «Άρωμα γυναίκας» δίπλα στον Αλ Πατσίνο. Ήταν μια ευκαιρία που τον έκανε να ξεχωρίσει και τον οδήγησε σε διάφορους ρόλους σε ταινίες όπως το «Twister», το «Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα» και το «Boogie Nights». Αλλά παρόλο που η καριέρα του είχε αρχίσει να απογειώνεται στη μεγάλη οθόνη, ο Χόφμαν παρέμεινε αφοσιωμένος στο να βοηθάει άλλους ηθοποιούς με την τέχνη τους.
Δεν ξέχασε ποτέ το ταπεινό του ξεκίνημα στις θεατρικές τέχνες και βοήθησε στην ίδρυση της LAByrinth Theater Company στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Καθώς ο Χόφμαν έγινε ένας περιζήτητος και ακριβοπληρωμένος ηθοποιός, αναλαμβάνοντας συχνά δύσκολους ρόλους, απροσάρμοστους και εκκεντρικούς χαρακτήρες, δώρισε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια μόνο και μόνο για να βοηθήσει να παραμείνει ανοιχτή η LAByrinth Theater Company.
Η επαγγελματική του ζωή ανθούσε και το ίδιο φαινόταν να ισχύει και για την προσωπική του ζωή.
Γνώρισε τη σύντροφό του Μίμι Ο’ντόνελ, σχεδιάστρια ρούχων, το 1999. Το ζευγάρι δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά απέκτησαν τρία παιδιά μαζί.
Ο Χόφμαν ήταν εξαιρετικά αυτοκριτικός. Κάποτε ορκίστηκε να μετακομίσει στη Γαλλία για να διδάξει αγγλικά, αφού ήταν δυσαρεστημένος με ένα έργο στο οποίο είχε παίξει.
Ακόμη και όταν του προσφέρθηκε ο ομώνυμος ρόλος στην ταινία «Capote», «δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να το κάνει» όπως έλεγε. Ενώ κέρδισε Όσκαρ για την ερμηνεία του το 2006.
«Δεν ήταν φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να νοιάζεται για αυτά τα πράγματα που αφορούν τα Όσκαρ», δήλωσε ο φίλος του Κατς σε συνέντευξή του στο Rolling Stone. «Το εκτιμούσε; Ναι. Δεν περιφρονούσε τα βραβεία. Αλλά το να πάρει το Όσκαρ, κατά μία έννοια, γι’ αυτόν ισοδυναμούσε με το να γελάσει δυνατά και μέσα από την καρδιά του».
Μετά το «Capote», ο Χόφμαν ήταν υποψήφιος για Όσκαρ για τις ταινίες «Charlie Wilson’s War», «Doubt» και «The Master».
Αλλά μέσα από όλα αυτά, συνέχισε να λάμπει στη σκηνή. Το 2012, επέστρεψε στο Μπρόντγουεϊ για μια παραγωγή του «Death of a Salesman». Του χάρισε την τρίτη του υποψηφιότητα για το βραβείο Tony, αλλά τον άφησε εξαντλημένο.
«Αυτό το έργο τον βασάνισε», είπε ο Κατς. «Ήταν δυστυχισμένος καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ό,τι κι αν έκανε, ήξερε ότι στις 8:00 το βράδυ θα έπρεπε να το ξανακάνει αυτό στον εαυτό του.
Αν συνεχίσεις να το κάνεις αυτό σε συνεχή βάση, ο εγκέφαλός σου επανασυνδέεται και εκείνος το έκανε αυτό κάθε βράδυ».
Πάλευε με τον εθισμό
Λίγο μετά το τέλος της παραγωγής, ο Χόφμαν είπε στους αγαπημένους του ότι θα άρχιζε να πίνει ξανά «με μέτρο» – παρά τις διαμαρτυρίες τους. Και πριν περάσει πολύς καιρός, είχε παραδεχτεί στη σύντροφό του ότι είχε πάρει συνταγογραφούμενα οπιοειδή «μόνο για αυτή τη μία φορά».
Όπως θα έλεγα αργότερα η Ο’ Ντόνελ σε ένα άρθρο για τη Vogue: «Μόλις ο Φιλ άρχισε να κάνει ξανά χρήση ηρωίνης, το ένιωσα, τρομοκρατήθηκα. Του είπα: “Θα πεθάνεις. Αυτό συμβαίνει με την ηρωίνη”. Κάθε μέρα ήταν γεμάτη ανησυχία. Κάθε βράδυ, όταν έβγαινε έξω, αναρωτιόμουν: “Θα τον ξαναδώ;”». Την άνοιξη του 2013, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είχε μπει για άλλη μια φορά σε κέντρο αποτοξίνωσης.
Παρά την παραμονή του στην αποτοξίνωση, ο Χόφμαν συνέχισε να παλεύει με τη νηφαλιότητά του.
Αυτός και η Ο’ Ντόνελ πήραν τη δύσκολη απόφαση ότι θα ήταν καλύτερο για εκείνον να μετακομίσει στο διαμέρισμα που είχε αρχικά πάρει για να κάνει πρόβες τους ρόλους – έτσι ώστε τα μικρά παιδιά του να μην αισθάνονται άβολα καθώς εκείνος πάλευε με τον εθισμό του.
Στα τέλη του 2013 ήταν πια εμφανές ότι ο Χόφμαν υποτροπίαζε και πάλι. Στις αρχές του 2014, ο ηθοποιός φωτογραφήθηκε να πίνει μόνος του σε μπαρ, σε άσχημη κατάσταση.
Και την 1η Φεβρουαρίου 2014, σήκωσε 1.200 δολάρια από ένα ΑΤΜ παντοπωλείου και τα παρέδωσε σε δύο άνδρες, οι οποίοι ήταν φυσικά ξεκάθαρο ότι του έδωσαν ναρκωτικά.
Με τραγικό τρόπο, μόλις μία ημέρα αργότερα, στις 2 Φεβρουαρίου 2014, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν θα βρεθεί νεκρός και μόνος στο διαμέρισμά του στο West Village, όπου ζούσε μόλις δύο τετράγωνα μακριά από την αγαπημένη του οικογένεια.
Ντυμένος με βερμούδα και μπλουζάκι, ο Χόφμαν είχε μια σύριγγα στο χέρι του, σύμφωνα με τους New York Times.
Ο Κατς και η βοηθός του Χόφμαν, ήταν και οι δύο τρομοκρατημένοι από την ανακάλυψη, αλλά ο Κατς θα εξέφραζε αργότερα σκεπτικισμό σχετικά με το πόσα ναρκωτικά υπήρχαν πραγματικά στο σπίτι του Χόφμαν τη στιγμή του θανάτου του.
Αμφέβαλε σχετικά με τις αναφορές της αστυνομίας ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκαν περίπου 50 σακουλάκια ηρωίνης.
Όσο συγκλονισμένοι όμως και αν ήταν οι φίλοι και οι θαυμαστές του Χόφμαν από την είδηση, κανείς δεν ήταν πιο συντετριμμένος από την οικογένειά του.
Όπως είπε η Ο’ Ντόνελ:
«Περίμενα να πεθάνει από την ημέρα που άρχισε να κάνει ξανά χρήση, αλλά όταν τελικά συνέβη, με χτύπησε με βάναυση δύναμη. Δεν ήμουν προετοιμασμένη. Δεν υπήρχε καμία αίσθηση γαλήνης ή ανακούφισης, μόνο άγριος πόνος και συντριπτική απώλεια».
Δύο ημέρες αφότου ο Χόφμαν βρέθηκε νεκρός, η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι του μουσικού της τζαζ Ρόμπερτ Βίνεμπεργκ και βρήκε 300 σακουλάκια ηρωίνης.
Σύμφωνα με τη New York Daily News, ο Βίνεμπεργκ παραδέχτηκε ότι μερικές φορές είχε πουλήσει ναρκωτικά στον Χόφμαν, αλλά δεν το είχε κάνει από τον Οκτώβριο του 2013.
Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια με αναστολή, αφού αποκαλύφθηκε ότι η αστυνομία δεν του διάβασε ποτέ τα δικαιώματά του.
Στις 5 Φεβρουαρίου, η LAByrinth Theater Company πραγματοποίησε ολονυκτία με κεριά προς τιμήν του Χόφμαν. Την ίδια ημέρα, ολόκληρο το Μπρόντγουεϊ έσβησε τα φώτα του για ένα λεπτό.
Στην κηδεία του Χόφμαν στην εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου στο Μανχάταν στις 7 Φεβρουαρίου παρευρέθηκαν πολλοί συνάδελφοί του, μεταξύ των οποίων οι Χοακίν Φοίνιξ, Πολ Τόμας Άντερσον, Μέριλ Στριπ και Ίθαν Χοκ.
Ο Ίθαν Χοκ θα μνημόνευε αργότερα τον Χόφμαν: «Ο Φιλ ήταν ένας αντισυμβατικός σταρ του κινηματογράφου σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει αντισυμβατικότητα. Τώρα, όλοι είναι πανέμορφοι και έχουν κοιλιακούς. Και εδώ έχεις τον Φιλ να στέκεται όρθιος και να λέει, “Έι, έχω κι εγώ κάτι να πω! Μπορεί να μην είναι ωραίο, αλλά είναι αλήθεια”. Γι’ αυτό τον χρειαζόμασταν τόσο πολύ».
Παρά τους προσωπικούς του αγώνες, το ταλέντο και η αφοσίωση του Χόφμαν στην τέχνη του παρέμειναν ακλόνητα.
Τελικά, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κόσμο του κινηματογράφου και του θεάτρου και μία σπουδαία κληρονομιά πίσω του.
Ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λουμέτ συνέκρινε κάποτε τον Χόφμαν με τον Μάρλον Μπράντο. Και ο Κάμερον Κρόου είπε ακόμη ότι ήταν «ο μεγαλύτερος της γενιάς του».
«Αναρωτιέμαι αν ο Φιλ ήξερε με κάποιο τρόπο ότι θα πέθαινε νέος», θα έλεγε η Ο’ Ντόνελ μερικά χρόνια μετά το θάνατό του.
«Δεν είπε ποτέ αυτά τα λόγια, αλλά έζησε τη ζωή του σαν να ήταν πολύτιμος ο χρόνος. Ίσως απλά ήξερε τι ήταν σημαντικό γι’ αυτόν και πού ήθελε να επενδύσει την αγάπη του. Πάντα ένιωθα ότι υπήρχε άφθονος χρόνος, αλλά αυτός ποτέ δεν το βίωσε έτσι».
Πηγή φωτογραφιών: Getty / ΑΠΕ-ΜΠΕ