Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για τα 96ά Όσκαρ, με τους σταρ να ετοιμάζονται για την μεγάλη βραδιά του κινηματογράφου, που πραγματοποιηθεί στις 10 Μαρτίου του 2024, στο Dolby Theatre του Λος Άντζελες με οικοδεσπότη τον Τζίμι Κίμελ.
Κι αν όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στο «Oppenheimer» που διεκδικεί 13 χρυσά αγαλματίδια και στο «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου με συνολικά 11 υποψηφιότητες στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας κινηματογράφου, με άλλον αέρα πάει στα Όσκαρ η ταινία «Η κοινωνία του χιονιού», μετά τον θρίαμβό της στα Goya, όπου και απέσπασε 12 βραβεία.
Η «Κοινωνία του Χιονιού», που θα εκπροσωπήσει την Ισπανία για το βραβείο Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας στα Όσκαρ, βρίσκεται σταθερά από την ημέρα κυκλοφορίας της στα Top 10 του Netflix παγκοσμίως.
Παρακολουθώντας τον εφιάλτη να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου και βλέποντας τον αγώνα για επιβίωση να κονταροχτυπιέται με την απελπισία και τον θάνατο, η ταινία περιγράφει τα πραγματικά γεγονότα της συντριβής της πτήσης 571 της Ουρουγουάης και καθηλώνει με την ωμότητα αλλά και τον ρεαλισμό της.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πάμπλο Βιέρσι, δημοσιογράφου και σεναριογράφου από την Ουρουγουάη, ενώ οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί είχαν εκτεταμένες επαφές με τους επιζώντες και τις οικογένειες των θυμάτων για να αποδώσουν με τον καλύτερο τρόπο τις ιστορίες τους.
Η υπόθεση του «Society of Snow»
Η ιστορία των επιζώντων της πτήσης 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης το 1972 είναι από εκείνα τα δράματα της ζωής που δεν μπορεί να τα συλλάβει ανθρώπινος νους, παρά το γεγονός ότι είναι αληθινά.
Η ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη, Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα (γνωστός από τις ταινίες “Ορφανοτροφείο” και “Τhe impossible”) βασίζεται στη συγκλονιστική αληθινή ιστορία της αεροπορικής τραγωδίας των Άνδεων το 1972.
Ένα αεροπλάνο που ναυλώθηκε για να μεταφέρει μια ομάδα ράγκμπι της Ουρουγουάης στη Χιλή συντρίβεται στην καρδιά των Άνδεων.
Τα επιζώντα μέλη μένουν εγκλωβισμένα στην παγωμένη ερημιά για 2,5 μήνες και μην έχοντας πια άλλη επιλογή για να ζήσουν αναγκάζονται να καταφύγουν σε ακραία μέτρα, όπως ο κανιβαλισμός.
Πώς αλλιώς να επιβιώσουν σε ένα από τα πιο εχθρικά και απρόσιτα περιβάλλοντα του πλανήτη;
Η διήγηση ξεκινά από την ημέρα που αναχωρούν για έναν αγώνα στο Σαντιάγο της Χιλής και φτάνει έως 72 ημέρες αργότερα, όταν οι επιζώντες επέστρεψαν τελικά στην πατρίδα τους.
Στην ιστορία ακολουθούμε κατά κύριο λόγο την οπτική του παίκτη του ράγκμπι Νούμα Τουρκάτι, ο οποίος αν και αρχικά ήταν αρνητικός στο να ακολουθήσει τους φίλους του στη Χιλή σε αυτό το ταξίδι για τον αγώνα, τελικά πείθεται. Είναι και ο τελευταίος που έχασε τη ζωή του λίγο προτού διασωθούν οι φίλοι του.
Οι επιβάτες της μοιραίας πτήσης δεν φτάνουν ποτέ στο προορισμό τους. Το αεροπλάνο, λόγω κακών καιρικών συνθηκών, πέφτει σε βουνό των Άνδεων με αποτέλεσμα από τα 45 άτομα που βρίσκονταν στην πτήση, να χάσουν τη ζωή τους 13.
Μία οδύσσεια που ξεκινάει χωρίς έλεος για κανέναν, πεθαμένους και ζωντανούς.
Οι 32 επιζώντες καλούνται να επιβιώσουν μέχρι κάποιος να τους αναζητήσει και να τους βρει. Το κρύο και η έλλειψη τροφής, όμως, δυσκολεύουν τις προσπάθειες τους, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι να αρχίζουν να χάνουν τη ζωή τους.
Το ένστικτο της επιβίωσης οδήγησε στον κανιβαλισμό, αφού τελικά, οι 16 άνθρωποι που κατάφεραν να επιστρέψουν στα σπίτια τους περίπου 2,5 μήνες μετά, τρέφονταν με το κρέας όσων δεν τα κατάφεραν. Κάποιοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και άλλοι ήταν φίλοι.
Υστερα από δύο μήνες και έχοντας επιβιώσει από μια δεύτερη τρομακτική χιονοθύελλα διαρκείας, δύο από τους επιζήσαντες, ο 72χρονος σήμερα Ρομπέρτο Κανέσα και ο συνομήλικός του Νάντο Παράδο, φεύγουν για να βρουν σωτηρία από τον ζωντανό εφιάλτη.
Χωρίς εξοπλισμό, ολομόναχοι μέσα σε ένα φονικό τοπίο, ύστερα από δέκα μέρες κινδύνων και κακουχιών συναντούν έναν άνθρωπο που τους περιέθαλψε και ειδοποίησε τις αρχές, οι οποίες είχαν διακόψει τις έρευνες θεωρώντάς τους όλους νεκρούς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σενάριο δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τα πραγματικά γεγονότα, κάνοντας την εμπειρίας της θέασης ακόμα πιο σοκαριστική.
Αυτό που κάνει την ταινία του Ισπανού σκηνοθέτη να ξεχωρίζει, ακόμη και ανάμεσα σε άλλα θρίλερ επιβίωσης εμπνευσμένα από την πραγματική ζωή, είναι η προσπάθεια που καταβάλλει για να βάλει τους θεατές στη θέση των επιζώντων, να σοκαριστούν με τις επιλογές τους αλλά και να συμπάσχουν μαζί τους.
Τι έγινε στην πραγματικότητα και πώς συνετρίβη το αεροπλάνο;
Στις 12 Οκτωβρίου 1972, η πτήση 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο, με 45 άτομα (40 επιβάτες και πέντε μέλη πληρώματος) στο αεροσκάφος.
Το αεροπλάνο είχε ναυλωθεί από την ερασιτεχνική ομάδα ράγκμπι Old Christians Club για να μεταφέρει τους παίκτες της ομάδας, τους φίλους και τα μέλη της οικογένειάς τους στο Σαντιάγο της Χιλής για έναν αγώνα.
Λόγω κακών καιρικών συνθηκών, το αεροπλάνο αναγκάστηκε να προσγειωθεί στη Μεντόζα της Αργεντινής και να διανυκτερεύσει.
Το επόμενο απόγευμα, στις 13 Οκτωβρίου, το αεροπλάνο ξεκίνησε και πάλι για το Σαντιάγο με μια σχεδιασμένη πορεία που θα του επέτρεπε να παρακάμψει την «καρδιά» των Άνδεων και να πετάξει μέσα από ένα χαμηλότερο ορεινό πέρασμα.
Ωστόσο, λίγο περισσότερο από μία ώρα μετά την απογείωση, ο πιλότος εκτίμησε λανθασμένα τη θέση του και – με άδεια από τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας – άρχισε να κατεβαίνει πριν το αεροπλάνο βγει από τις Άνδεις.
Μη μπορώντας να ξεφύγει από την κορυφογραμμή, προσέκρουσε σε ένα βουνό, χάνοντας και τα δύο φτερά και την ουρά του κατά την πρόσκρουση.
Το μπροστινό μέρος του αεροπλάνου στη συνέχεια γλίστρησε από το βουνό πριν προσγειωθεί σε μια κοιλάδα σε υψόμετρο περίπου 11.500 ποδιών.
«Σκέφτηκα, “είσαι νεκρός. Θα μάθεις τι υπάρχει στο τελευταίο σύνορο της ζωής”», εξομολογήθηκε ο Ρομπέρτο Κανέσα, ένας από τους επιζώντες της αεροπορικής τραγωδίας στις Άνδεις το 1972, μιλώντας στο περιοδικό Time για το δυστύχημα.
«Όταν το αεροπλάνο έχασε τα φτερά και την ουρά, άρχισε να γλιστρά με απίστευτη ταχύτητα. Νόμιζα ότι τα πόδια μου θα περνούσαν μέσα από το πίσω μέρος των αυτιών μου. Όταν λοιπόν σταμάτησε, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν ζωντανός. Ήταν παράλογο».
Όταν είδε για πρώτη φορά τα συντρίμμια ο Κανέσα θυμάται ότι ένιωθε σαν να βρισκόταν σε εφιάλτη. «Σκέφτηκα, “θα ξυπνήσω. Υπάρχει ένα κουμπί που πρέπει να πατήσω και όλα θα τελειώσουν”, λέει. «Μα δεν υπήρχε κουμπί».
Ο 70χρνος σήμερα Κανέσα, που ήταν 19 ετών την χρονιά του δυστυχήματος, ανέφερε στο Time μιλώντας για τις δραματικές στιγμές που έζησε και την ταινία:
«Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία. Είναι μια εμπειρία που έπρεπε να μοιραστούμε με την ανθρωπότητα για να δείξουμε στους ανθρώπους που έχουν τις δικές τους συγκρούσεις πώς να είναι επινοητικοί και πώς να μην τα παρατάνε. Τα ανθρώπινα όντα υφίστανται μια μεταμόρφωση σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχει μια πραγματική μεταμόρφωση από το να είσαι παίκτης του ράγκμπι στο να γίνεις επιζών από ένα αεροπορικό δυστύχημα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν αυτή τη δυνατότητα».
Η ταινία δείχνει πως οι επιζώντες είδαν πολλά αεροπλάνα διάσωσης να πετούν πάνω από το κεφάλι τους τις επόμενες μέρες, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να εντοπίσει τα συντρίμμια του λευκού αεροπλάνου μες το χιόνι.
Γύρω στη 10η ημέρα, οι επιζώντες βρήκαν ένα μικρό τρανζίστορ από το αεροπλάνο και άκουσαν τα τραγικά νέα: η έρευνα είχε διακοπεί και όλοι τους είχαν θεωρηθεί νεκροί.
«Ένιωσα ότι ο κόσμος συνέχιζε και ότι ήμασταν έξω απ’ αυτόν. Είναι πολύ περίεργη η αίσθηση να είσαι ζωντανός ενώ θεωρείσαι νεκρός» λέει ο Κανέσα όταν έμαθε για το τέλος των ερευνών. Τότε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο για να τους βρουν. «Αν δεν βγαίναμε έξω, θα πεθαίναμε όλοι».
Κατά τη διάρκεια της ταινίας, τη στιγμή που το κάθε θύμα πεθαίνει, εμφανίζεται στην οθόνη το πλήρες όνομά του και η ηλικία του.
Οι περισσότεροι ήταν κάτω των 30 ετών.