Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν μια πολύ αγαπημένη κωμική ηθοποιός του θεάτρου και αστέρας του χρυσής εποχής του κινηματογράφου που έκανε τον κόσμο να γελά με το ασήμαντο.
Χαρακτηρίστηκε ως «ομορφότερη άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου, λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης, αλλά η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν πολλά περισσότερα από αυτό.
Και η αλήθεια είναι πως στα νιάτα της υπήρξε μια ιδιαίτερα γοητευτική και ελκυστική γυναίκα.
Οι ατάκες της σε συνδυασμό με το έμφυτο κωμικό της ταλέντο και το ανεπιτήδευτο ύφος της έγραψαν ιστορία!
«Κοντά μου, οι νεαροί θα έχουν όλα τα ροκφόρ» (Από την ταινία: Η ωραία των Αθηνών), «Η ανιψιά μου κι εγώ είμαστε πάρα πολύ στενοχωρημένες γι’ αυτό που συνέβη, κύριε. Είμαστε very very… πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα; Χολοσκασμένες» (Από την ταινία: Η θεία από το Σικάγο).
«Τα μαυρομάτικα ματιάσματα, καθώς και τα μαυρομάτικα φασόλια δεν είναι τίποτα. Το γαλανό μάτι όμως είναι άτιμο μάτι. Φτάνει μέχρι το μεδούλι» (Από την ταινία: Η κυρά μας η Μαμή),
«Μα εσείς μαντάμ, μέσα σε ένα φλιτζάνι του καφέ, θέλετε να σας διαβάσω όλους τους Αθλίους του Βίκτορος Ουγκό. Αν ήταν έτσι, δεν έπρεπε να πιείτε τον καφέ σας σε φλιτζάνι, αλλά σε κουβά» (Από την ταινία: Η καφετζού).
«Εσείς από τι πάσΚετε, μιλίγκρα;» (Από την κωμωδία: Ησαΐα χόρευε).
Η Γεωργία Βασιλειάδου δεν πλάσαρε ποτέ τον εαυτό της ως μεγάλη πρωταγωνίστρια κι ας ήταν. Δεν την ενδιέφερε η μαρκίζα. Το ταλέντο και η απλότητά της έκαναν το κοινό να την λατρέψει και για εκείνη αυτό και μόνο ήταν αρκετό.
Μόνο λίγοι γνώριζαν πόσο πονεμένος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος υπήρξε.
Η «ομορφότερη άσχημη» του ελληνικού κινηματογράφου γεννήθηκε στην Κυψέλη το 1897 σε μία οικογένεια με 10 παιδιά.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου αλλά λέγεται ότι το άλλαξε σε Βασιλειάδου όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το τραγούδι και την υποκριτική και οι γονείς της δεν το ενέκριναν.
Ο πατέρας της, αξιωματικός του ιππικού, πεθαίνει πολύ νέος. Σκοτώθηκε πρόωρα πέφτοντας από το άλογό του. Ήταν μόλις 32 ετών.
Η μικρή Γεωργία θα γνωρίσει από πολύ νωρίς το σκληρό πρόσωπο της ζωής.
Αναγκαστικά σταματάει το σχολείο για να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα και τα αδέρφια της.
Εργάζεται σε ένα μαγαζάκι με κορνίζες στην Αιόλου και κάθε μέρα σκαρφαλώνει στα κρυφά στο τραμ για να πάει στη δουλειά της.
Δεν περίσσευαν χρήματα για να αγοράσει εισιτήριο. Μοναδική διέξοδος ήταν το τραγούδι.
Η καλή της φωνή ήταν ήδη δημοφιλής στη φτωχογειτονιά και εκείνη ήθελε πάντα να γίνει τραγουδίστρια ή θεατρίνα.
«Γεννήθηκα 13 ετών, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, όταν πρωτάκουσα για θέατρο από μια συμμαθήτριά μου κι αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό» θα πει κάποτε η ίδια.
Δεκαέξι ετών περνά τυχαία έξω από τη Λυρική. Ακούει φασαρία και μπαίνει μέσα να δει τι συμβαίνει εκεί.
Ζητά να μάθει πως μπορεί να περάσει από οντισιόν. Ένιωσε πως είχε έρθει η ώρα της να βγει στη σκηνή. Πόσο δίκιο είχε…
Η Γεωργία θα ανέβει στη σκηνή και θα την κατακτήσει. Το ταλέντο της είναι εμφανές στις πρώτες κιόλας παραστάσεις. Κάνει φωνητική και κλασικό τραγούδι στη Γεννάδιο Σχολή, το 1923, και γρήγορα θα βρεθεί στο θέατρο στο πλευρό της Κυβέλης.
Η οικογένειά της αντέδρασε στην απόφασή της αλλά εκείνη δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει.
Για να μην ντροπιάζει τους δικούς της ως θεατρίνα, άλλαξε το επίθετό της από Αθανασίου σε Βασιλειάδου.
Συνεχίζει να τραγουδά, κόβοντας τις οικογενειακές σχέσεις.
Αφού εμφανίστηκε σε αρκετές παραστάσεις της Λυρικής, το μικρόβιο της υποκριτικής είχε τρυπώσει για τα καλά μέσα της. Είχε έρθει η ώρα η όπερα να δώσει τη θέση της στο θέατρο.
Η Γεωργία Βασιλειάδου ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι στην παράσταση «Κυρία με τις καμέλιες» ερμηνεύοντας τον ρόλο της υπηρέτριας. Την επόμενη χρονιά ήταν μέλος του θιάσου της Κυβέλης!
Το 1925 την είδε να παίζει η Μαρίκα Κοτοπούλη και της πρότεινε να προσληφθεί στο θίασό της. «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω όξω» της είπε.
Η Βασιλειάδου θα μείνει «υπό την προστασία» της Κοτοπούλη ως το 1932, συμμετέχοντας σε όλες τις παραστάσεις.
Το 1935 όμως, έγκυος στην κόρη της Φωτεινή παίρνει την πικρή απόφαση να αποσυρθεί για να αφοσιωθεί στη μητρότητα. Μεγάλωνε μόνη της ένα παιδί και το Εθνικό Θέατρο δεν το εγκρίνει και αποφασίζει να της κλείσει την πόρτα.
Εκείνη απογοητευμένη εμμένει στην απόφασή της να παραμείνει μακριά από τον χώρο του θεάματος και αυτό θα ήταν πιθανότατα το τέλος της καριέρας της.
Ευτυχώς για όλους εμάς, ήρθαν στη ζωή της η Σοφία Βέμπο και ο Αλέκος Σακελλάριος.
Η Σοφία Βέμπο την έπεισε να επιστρέψει στο σανίδι, έπειτα από 4 χρόνια απουσίας, καθώς η ηθοποιός και η τραγουδίστρια ήταν φίλες πολλά χρόνια.
Ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος, το 1939 τής προσέφερε έναν μικρό ρόλο στη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της παντρειάς», που αποτέλεσε την αρχή μιας δεύτερης καριέρας για τη μεσήλικη, πλέον, ηθοποιό.
Ο Σακελλάριος ανακάλυψε την Βασιλειάδου σ’ ένα καφενεδάκι συνταξιούχων ηθοποιών στην Ομόνοια. Κι αν και αρχικά η ίδια ούτε να ακούσει δεν ήθελε για τον ρόλο της κουτσομπόλας της γειτονιάς, είπε τελικά το πολυπόθητο «ναι».
Η καριέρα της είχε μόλις ξαναξεκινήσει.
Ταυτοχρόνως, είχε ξεσπάσει ο ελληνοιταλικός πόλεμος του ’40. Η Βασιλειάδου ψυχαγωγούσε τους φαντάρους στο μέτωπο αλλά και μετά στα χρόνια της Κατοχής, έκρυβε Άγγλους στο υπόγειο του σπιτιού της βοηθώντας την Αντίσταση.
Ακόμα και τα λιγοστά χρήματα που έβγαζε από τον μισθό της θεατρίνας τα έδινε στα συσσίτια για τους άνεργους ηθοποιούς που έφτιαξε από το υστέρημά της.
Οι κορυφαίες επιτυχίες της θα έρχονταν βέβαια στη δεκαετία του 1950, όταν η 50άρα πια Βασιλειάδου ξεκίνησε την περίφημη συνεργασία της με τον Φίνο. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη και εκείνη καθιερώνεται σε όλη την Ελλάδα.
Η «Ωραία των Αθηνών», η «Θεία απ’ το Σικάγο», η «Καφετζού», η «Κυρά μας τη μαμή», ο «Θησαυρός του μακαρίτη», η «Κυρία δημαρχίνα», ο «Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», οι «Γαμπροί της ευτυχίας», «Ησαΐα χόρευε» και τόσες ακόμα.
Η Γεωργία Βασιλειάδου έπαιξε σε 49 ταινίες, 14 από τις οποίες για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ. Η Βασιλειάδου ανακηρύσσεται βασίλισσα της κωμωδίας.
Πότε σούφρωνε τα χείλη, πότε έσκυβε ντροπαλά το κεφάλι στο άκουσμα κάποιου κομπλιμέντου ενός άνδρα, πότε έπαιρνε ένα χαριτωμένο υποτιμητικό ύφος…
Στο ρόλο της κουτσομπόλας, της προξενήτρας της, καφετζούς, όποια γυναίκα της λαϊκής τάξης κι αν υποδυόταν έκανε τον κόσμο να γελάει. Και αυτό ήθελε πάντα στη ζωή της: να προσφέρει γέλιο.
Κάποτε ο Νίκος Τσιφόρος της είχε πει: «Βρε Γεωργία το σκέφτηκες ποτέ να κάνεις πλαστική προσώπου;».
Για να λάβει την αποστομωτική απάντηση από την Βασιλειάδου: «Κι εσύ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι;».
Το 1961 η Βασιλειάδου, ο Αυλωνίτης και ο Ρίζος συγκρότησαν τον δικό τους θίασο και περιόδευσαν σε Ελλάδα και Γερμανία.
Μία ωραία πρωία αποφάσισε πως η ώρα είχε έρθει να αποχωρήσει από το σανίδι και το πανί. Επέστρεψε το 1975 στην τηλεόραση πια, στη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», και την επόμενη χρονιά ανέβηκε για τελευταία φορά στο σανίδι.
Δεν πτοήθηκε ποτέ από την εξωτερική της εμφάνιση. Μάλιστα, σε ερώτηση κάποτε του δημοσιογράφου Σταμάτη Φιλιππούλη τι θα ήθελε να είναι αν δεν ήταν αυτή που ήταν, δεν δίστασε να απαντήσει: «Πάλι ηθοποιός και πάλι άσχημη!».
Έμενε στο Μαρούσι και είχε μια κόρη, τη Φωτεινή Αποστολίδου από το πρώτο της γάμο, ενώ το 1945 παντρεύτηκε τον δεύτερο σύζυγο της, Κώστα Γάμπαρο, με τον οποίο έζησαν μαζί μέχρι τον θάνατο της.
Κι αν στο θέατρο και στο σινεμά ήταν η απόλυτη πρωταγωνίστρια, στη ζωή της η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν μια απίστευτα συντηρητική γυναίκα, με ήρεμη προσωπική ζωή, τολμηρή αλλά προσγειωμένη και σεμνή, ένας απλός άνθρωπος.
Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 και κηδεύτηκε δυο ημέρες μετά, παρουσία λίγου κόσμου, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και παραμένει ακόμα λατρεμένη και ζωντανή στις μνήμες μας μέσα από τις χιλιοπαιγμένες ταινίες της στην τηλεόραση.