Ο ηθοποιός Κλαρκ Γκέιμπλ αναδείχθηκε τη χρυσή δεκαετία του ’30 ως ο «βασιλιάς» του Χόλιγουντ.
Αντικείμενο του πόθου για εκατομμύρια γυναίκες, ο οσκαρικός ηθοποιός με το απαράμιλλο ταλέντο κατάφερε να απογειώσει τον χαρακτήρα του Ρετ Μπάτλερ στο επικό «Όσα Παίρνει ο Άνεμος».
Η ατάκα του «Ειλικρινά, αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα» (Frankly, my dear, I don’t give a damn) στην ατίθαση και εγωίστρια Σκάρλετ Ο Χάρα, που την υποδύθηκε η Βίβιαν Λι, έμεινε στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά.
Ένας γεννημένος πρωταγωνιστής και σταρ, ψηφισμένος από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στους δέκα μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Η κορυφαία του στιγμή σαν σταρ ήταν αναμφισβήτητα το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» του 1939, που τον έφερε και υποψήφιο για Όσκαρ Α’ ρόλου, στην τρίτη από τις τρεις υποψηφιότητές του.
Το βραβείο όμως ήρθε στην πρώτη, στην ρομαντική κομεντί του Φρανκ Κάπρα «Συνέβη μια Νύχτα» δίπλα στην Κλοντέτ Κολμπέρ.
Γνωστός γυναικάς εντός και εκτός οθόνης, ο Γκέιμπλ είχε αμέτρητα ειδύλλια και θυελλώδεις έρωτες στη ζωή του.
Ο Κλαρκ Γκέιμπλ γεννήθηκε την 1 Φεβρουαρίου το 1901 στο Καντίζ του Οχάιο και πέθανε στις 16 Νοεμβρίου του 1960.
Ο πατέρας του ήταν ένας εργάτης σε γεωτρήσεις πετρελαίου. Μάλιστα, κανονικά το επώνυμό τους ήταν Γκέμπελ, αλλά η οικογένεια το άλλαξε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να μη θυμίζει γερμανικό όνομα.
Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν ακόμα μωρό και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά του, Τζένι Ντάνλαπ, του δίδαξε πιάνο, τον έμαθε να περιποιείται την εμφάνισή του και τον μύησε στην τέχνη.
Αν και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες ξεπήδησαν από μικρή ηλικία, δούλεψε κοντά στον πατέρα του στις πετρελαιοπηγές στην Οκλαχόμα, ενώ παράλληλα έπαιζε και σε ερασιτεχνικές παραστάσεις.
Στη συνέχεια μπήκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο του Πόρτλαντ και η δασκάλα Τζοζεφίν Ντίλον τον πήρε υπό την προστασία της και τον μύησε στα μυστικά της υποκριτικής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 παντρεύεται την Ντίλον, η οποία έγινε και ατζέντης του και φεύγουν μαζί για το Χόλιγουντ.
Στην αρχή έπαιξε ρόλους κομπάρσου σε βουβές ταινίες του φημισμένου Έριχ Φον Στροχάιμ και έκανε και κάποιες εμφανίσεις στο θέατρο, όπου γνωρίστηκε με τον Λάιονελ Μπάριμορ, μετέπειτα στενό φίλο του.
Με τη βοήθεια της Ντίλον, κέρδισε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, το 1928, στο θεατρικό έργο της Σόφι Τρέντγουελ «Machinal».
Θα υπογράψει συμβόλαιο με την MGM, ενώ είχε προηγηθεί ένα αποτυχημένο δοκιμαστικό με τη Warner, καθώς ο Ντάριλ Φ. Ζάνουκ τον απέρριψε λόγω των μεγάλων του αυτιών, που δεν ταίριαζαν σε έναν… ζεν πρεμιέ.
Το 1931 γύρισε συνολικά 12 ταινίες, παίζοντας δίπλα σε θρυλικές πρωταγωνίστριες, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο, η Τζίνα Χάρλοου και η Μίρνα Λόι.
Το 1934 κερδίζει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην κλασική ρομαντική κωμωδία «Συνέβη μία Νύχτα» του Φρανκ Κάπρα και γίνεται ο πιο εμπορικός ηθοποιός της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Πλέον ήταν ο «βασιλιάς του Χόλιγουντ».
Εν τω μεταξύ, είχε ήδη χωρίσει με την Ντίλον για να παντρευτεί την Μαρία Λάνγκαμ, μια γυναίκα πολλά χρόνια μεγαλύτερή του με πολλά λεφτά, ενώ είχε και ερωτικές περιπέτειες με άλλες ηθοποιούς, μεταξύ των οποίων και η Τζόαν Κρόφορντ, που ήταν τότε παντρεμένη με τον Ντάγκλας Φέρμπανκς τον νεότερο.
Η σχέση τους, όπως λένε οι ιστορικοί του κινηματογράφου, παραλίγο να προκαλέσει «σεισμό» στο Χόλιγουντ, που δεν ενέκρινε τα παράνομα ζευγάρια. Τελικά τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους.
Το 1935 θα παίξει στη δραματική περιπέτεια «Ναυτική Ανταρσία», δίπλα στον Τσαρλς Λότον, μια τεράστια εμπορική επιτυχία, που θα κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και θα του χαρίσει μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου.
Το 1939 θα παντρευτεί την σταρ Κάρολ Λόμπαρντ. Ήταν η γυναίκα της ζωής του, που αν και ήξερε τις ερωτικές ατασθαλίες, δεν έφευγε από το πλευρό του.
Μάλιστα, εκείνη ήταν που τον έπεισε να αποδεχτεί τον ρόλο του Ρετ Μπάτλερ, ενώ αυτός ήταν αρνητικός, επειδή η παραγωγή αρχικά είχε επιλέξει τον Γκάρι Κούπερ ως πρωταγωνιστή, ο οποίος απέρριψε τον ρόλο, θεωρώντας πως «αυτή η ταινία θα είναι η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του Χόλιγουτ». Πόσο έξω είχε πέσει…
Ο Γκέιμπλ ευτυχώς άκουσε την σύζυγό του και η θρυλική ατάκα προς την Σκάρλετ «ειλικρινά, αγαπητή μου δεν δίνω δεκάρα» θα αφήσει εποχή.
Η ατάκα ακούγεται στο τέλος της ταινίας όταν το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και ο Ρετ αποφασίζει να αφήσει την συζυγό του Σκάρλετ. Εκείνη τον κυνηγά στις σκάλες, καθώς ο Ρετ βάζει το καπέλο του και προχωρά προς την εξώπορτα, τον σταματά και τον ρωτά: «Πού θα πάω; Τι θα κάνω;».
Τότε ο Ρετ, ανέκφραστος, της απαντά: «Frankly, my dear, I don’t give a damn»! («Ειλικρινά, αγάπη μου, δεν δίνω δεκάρα») και φεύγει.
Η ατάκα, έγραψε ιστορία, κυρίως γιατί κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το έργο δεν τελείωνε με το συνηθισμένο ευτυχισμένο τέλος, που το ζευγάρι τα ξαναβρίσκει και ζουν «αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Παραλίγο μάλιστα να λογοκριθεί καθώς για την εποχή της θεωρήθηκε κάπως προκλητική, διότι η λέξη damn (δεκάρα) θεωρήθηκε άσεμνη. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε.
Ακόμα, στην ταινία ο Γκέιμπλ είχε χάσει τα δόντια του εξαιτίας μιας λοίμωξης, φόρεσε οδοντοστοιχίες που του προκαλούσαν δυσοσμία, πράγμα που ενοχλούσε ιδιαιτέρως τη Βίβιαν Λι.
Όμως οι δυο τους έγιναν το απόλυτο κινηματογραφικό ζευγάρι.
Ο Γκέιμπλ θα χάσει την γυναίκα του, τη Λόμπαρντ σε αεροπορικό δυστύχημα το 1942, και η απώλεια θα τον αφήσει συντετριμμένο. Σύμφωνα με τις έρευνες που έγιναν στη συνέχεια στο αεροσκάφος, το ατύχημα είχε προκληθεί από λάθος του πιλότου.
Ο Γκέιμπλ βυθίστηκε στη θλίψη του κι ένα μήνα αργότερα επέστρεψε στα κινηματογραφικά πλατό για να συνεργαστεί με τη Λάνα Τέρνερ στην ταινία «Ανήσυχη σάρκα» (Somewhere, I’ll Find You).
Μετά τον τραγικό χαμό της συζύγου του θα το ρίξει στο ποτό.
Ο Γκέιμπλ υπέκυψε για πρώτη φορά στον πόνο της απώλειας του δημόσια, κατά τη διάρκεια της κηδείας της Λόμπαρντ. Εκείνη την περίοδο, η Τζόαν Κρόφορντ επέστρεψε στο πλευρό του για να τον στηρίξει ψυχολογικά.
Ο Γκέιμπλ έζησε στο αγρόκτημά του στο Εντσίνο, για το υπόλοιπο της ζωής του.
Πρωταγωνίστησε σε ακόμα 27 ταινίες και παντρεύτηκε άλλες δύο φορές αλλά όπως δήλωσε και η φίλη του, η ηθοποιός Έστερ Ουίλιαμς: «Δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος, καθώς η καρδιά του είχε βυθιστεί στον πόνο».
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά τον θάνατο της Λόμπαρντ, ο Γκέιμπλ κατατάχτηκε στην πολεμική αεροπορία.
Μετά τη λήξη του πολέμου, επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη με την ταινία «Adventure» (1945), όπου συμπρωταγωνίστησε με την Γκριρ Γκάρσον.
Μετά από αυτή την ταινία, η καριέρα του Γκέιμπλ ως κορυφαίο αστέρι στο Χόλιγουντ διακόπηκε απότομα. Συνέχισε να γυρίζει ταινίες αλλά οι περισσότερες ήταν αδιάφορες.
Θα ακολουθήσουν η ταινία «Μπογκάμπο» που θα κάνει τεράστια επιτυχία αλλά η καριέρα του ωστόσο δεν είχε πλέον την ίδια δυναμική.
Ο Γκέιμπλ δυσανασχετούσε όλο και περισσότερο με τους μέτριους ρόλους που του ανέθεταν από την εταιρεία παραγωγής, ενώ υπήρχε και δυσχέρεια για τον μισθό του που θεωρούνταν πολύ υψηλός.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ’50, το αμερικάνικο σινεμά άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα, λόγω της συνεχόμενης ανόδου της τηλεόρασης και στα μέσα της δεκαετίας, οι πρόεδροι των εταιρειών παραγωγής άρχισαν να απολύουν προσωπικό για να μειώσουν τα έξοδα.
Το 1953, Γκέιμπλ αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβασή του και άρχισε να δουλεύει ανεξάρτητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 θα του δοθεί η ευκαιρία να παίξει τον ρόλο της ζωής του στο δραματικό νεο-γουέστερν του Τζον Χιούστον «Οι Αταίριαστοι» σε σενάριο σε Άρθουρ Μίλερ, μαζί με τη Μέριλιν Μονρόε, το απόλυτο σύμβολο του σεξ.
Αυτή θα ήταν και η τελευταία ταινία και του ίδιου και της Μονρόε. Εκείνος πέθανε στις 16 Νοεμβρίου του 1960, όταν υπέστη έμφραγμα τού μυοκαρδίου και η Μονρόε δύο χρόνια αργότερα τον Αύγουστο του 1962.
Η ίδια η Μονρόε έλεγε: «Σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να παίξω με τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Ήταν ο απόλυτος άνδρας για μένα. Όταν ήμουν μικρή, είχα μία φωτογραφία του πάνω από το κρεβάτι μου. Φανταζόμουν ότι ο Γκέιμπλ ήταν ο πατέρας μου και αυτή η σκέψη με βοηθούσε να κοιμηθώ».
Εκείνη την περίοδο ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Κέι Σπρέκελς, με την οποία απέκτησε έναν γιο που γεννήθηκε τέσσερις μήνες μετά από τον θάνατό του, τον Τζον Κλαρκ Γκέιμπλ.
Ο Γκέιμπλ είχε επίσης μια κόρη, την Τζούντι Λιούις, καρπό της ερωτικής του σχέσης με την ηθοποιό Λορέτα Γιανγκ το 1934. Κανείς από τους δύο ηθοποιούς δεν παραδέχτηκε δημοσίως την πατρότητα της Λιούις.
Τάφηκε δίπλα στην αγαπημένη του Λόμπαρντ.