Στις 26 Μαΐου 1978, το ελληνικό θέατρο και ο ελληνικός πολιτισμός γενικότερα θρήνησαν τον θάνατο μίας από τις σπουδαιότερες ελληνίδες ηθοποιούς, της Κυβέλης. Γεννήθηκε το 1888 και το πλήρες όνομά της ήταν Κυβέλη Ανδριανού.
Η Κυβέλη ήταν μια σπουδαία, χαρισματική ηθοποιός, γεμάτη δύναμη και πάθος. Όταν οι παλιοί μιλούσαν εξάλλου για θέατρο, σε δύο κυρίες πήγαινε σχεδόν αστραπιαία το μυαλό τους, στην Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Την Κυβέλη την αποκαλούσαν η «Μεγάλη Κυρία» του θεάτρου και όχι άδικα. Χάρισε κολοσσιαίες ερμηνείες, κυριάρχησε σε ρόλους τόσο κωμικούς όσο και δραματικούς για περίπου επτά δεκαετίες και καθιερώθηκε ως ένα από τα ιερά τέρατα της ελληνικής υποκριτικής.
Άρχισε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία το 1901, μόνιμο στέλεχος της Νέας Σκηνής του Χρηστομάνου, πρωταγωνίστησε στο Εθνικό Θέατρο, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και άλλους θιάσους, για περίπου εβδομήντα χρόνια.
Υπήρξε η αγαπημένη ερμηνεύτρια του Γρηγορίου Ξενόπουλου, με τον συγγραφέα να διασκευάζει για εκείνη κάθε χρόνο (έως το 1925) ένα έργο, συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Παντελή Χορν, ενώ έπαιξε στα περισσότερα έργα του Σπύρου Μελά.
Ερμήνευσε κάθε είδους ρόλο, τραγωδία, δράμα, κωμωδία, ενώ εμφανίστηκε σε δύο κινηματογραφικές ταινίες.
Λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, σύμφωνα με άλλες εκδοχές το 1884 ή το 1887.
Η βιολογική της μητέρα την εγκατέλειψε σε ένα καλάθι με ένα κόσμημα στο λαιμό, όπου ήταν χαραγμένο το όνομά της. Με αυτό θα την μάθαινε όλος ο κόσμος, Κυβέλη.
H μικρή Κυβέλη βρίσκεται στο βρεφοκομείο της Αθήνας και λίγο αργότερα, 3 ετών πια, υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι φτωχών βιοπαλαιστών, την οικογένεια Ανδριανού.
Μεγάλωσε με πολλή αγάπη από τους θετούς της γονείς, ενώ με τη βοήθεια της οικογένειας γνωστού αθηναίου δικηγόρου, φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της.
Παρακολουθούσε ακόμα ταχύρρυθμα μαθήματα φωνητικής κι έτσι πήρε μέρος σε διαγωνισμό απαγγελίας στον «Παρνασσό» τον Μάρτιο του 1901, όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο.
Κάτω από τις παραινέσεις του καθηγητή, οι γονείς της πείθονται να την αφήσουν να σπουδάσει υποκριτική στη νεοσύστατη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου.
Την ευκαιρία να ανέβει στη σκηνή της την έδωσε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στη «Νέα Σκηνή» του.
Η Κυβέλη ανεβαίνει στο σανίδι τον Σεπτέμβριο του 1901 ως σαιξπηρική Ιουλιέτα έχοντας κάτω από το μπαλκόνι τον Μήτσο Μυράτ ως Ρωμαίο. Ως δικό της Ρωμαίο. Οι δυο ηθοποιοί γίνονται ζευγάρι και ανεβαίνουν σύντομα τα σκαλιά της εκκλησίας. Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο και την Μιράντα, που επίσης ακολούθησε το επάγγελμα των γονιών της.
Η Κυβέλη Αδριανού από εκείνη τη στιγμή έγινε η μούσα του Χρηστομάνου ο οποίος την έκανε αμέσως πρωταγωνίστρια.
Με τη Νέα Σκηνή συνεργάστηκε πέντε χρόνια, ερμηνεύοντας εμβληματικούς ρόλους, όπως η «Άλκηστη» του Ευριπίδη, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, η Ανιούτσκα από το «Κράτος του Ζόφου» του Τολστόι ή στο ρόλο της θεατρίνας στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, που την καθιέρωσαν ως απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Μετά τη διάλυση της Νέας Σκηνής, η Κυβέλη θα συνεργαστεί σε μερικές κωμωδίες με τον κωμικό και θιασάρχη Κωνσταντίνο Σαγιόρ και το καλοκαίρι του 1907 θα επιδοθεί στη δική της επιχειρηματική περιπέτεια. Η Κυβέλη ανεβάζει τη «Νόρα» του Ίψεν και καθιερώνεται ως ηθοποιός – σύμβολο του ελληνικού θεάτρου.
Το 1908 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Ακόμα συνεργάστηκε με τον συγγραφέα και δραματουργό Παντελή Χορν για μια 25ετία περίπου (1910-1934) και εξίσου πολλά χρόνια με τον Σπύρο Μελά, παρουσιάζοντας πολλές φορές έργα άγνωστων νεοελλήνων δραματουργών που η ίδια καθιέρωσε τελικά.
Μεγάλη στιγμή στην καριέρα της αλλά και στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου η διετία 1932-1934. Τότε η Κυβέλη ενώνει τις δυνάμεις της με την άλλη μεγάλη κυρία, τη Μαρίκα Κοτοπούλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού το νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο!
Μαζί ανεβάζουν κλασικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου (Ο’ Νιλ, Σο, Σίλερ, Σέργουντ κ.ά.), αν και το 1934 θα σταματήσει αναπάντεχα τις εμφανίσεις της στο θέατρο.
Κι αυτό για να ακολουθήσει τον τρίτο της σύζυγο Γεώργιο Παπανδρέου στις πολιτικές του περιπέτειες. Ακόμα και στη Μέση Ανατολή!
Η Κυβέλη θα επιστρέψει δυναμικά στο θέατρο το 1950 – έχοντας χωρίσει ουσιαστικά με τον Παπανδρέου το 1949 – για να συνεχίσει τη μοναδική της καριέρα από κει ακριβώς που την είχε αφήσει. Η πρώτη μάλιστα που της προσέφερε δουλειά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δεν ήταν άλλη από την Κοτοπούλη.
Ακολούθησαν σποραδικές συνεργασίες της με το Εθνικό Θέατρο, με τους θιάσους της Κατερίνας, των Λαμπέτη – Παππά – Χορν, της κόρης της Αλίκης, του γαμπρού της Ιορδάνη Μαρίνου κ.ά.
Το καλοκαίρι του 1951 έκανε τη μοναδική της εμφάνιση σε αρχαία κωμωδία, στη «Λυσιστράτη», με τον Θυμελικό Θίασος του Λίνου Καρζή και μεταξύ 1962-1965 συνεργάστηκε τακτικά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Στη μεγάλη οθόνη πήρε μέρος σε δύο ταινίες, στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Ξενόπουλου «Ο κακός δρόμος» (1933) και στην ταινία «Άγνωστο» (1956).
Το 1967 πλέον αποσύρεται οριστικά από τη σκηνή και τον Νοέμβριο του 1968, όταν πεθαίνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, θα ακολουθήσει τη σορό του, ως νόμιμη σύζυγός του.
Η θευλλώδης προσωπική ζωή
Ο πρώτος γάμος της Κυβέλης με τον Μήτσο Μυράτ, τέλειωσε νωρίς (1903-1906), καθώς δεν τον αγάπησε όπως παραδέχτηκε η ίδια αλλά τον παντρεύτηκε για να κλείσει το στόμα της μητέρας της για τη σταδιοδρομία στο σανίδι.
Η Κυβέλη εγκατέλειψε τον Μυράτ για έναν άλλο άντρα. Τον εύπορο θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη. Λέγεται ότι εκείνος την έκλεψε και έφυγαν μαζί για το Παρίσι, με τις κοσμικές στήλες να μιλούν για την «άπιστη θεατρίνα που εγκατέλειψε σύζυγο και παιδιά για να φύγει με τον αγαπητικό της στα ξένα».
Όσο για τον Μήτσο Μυράτ, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε, φέρεται να είπε στον Θεοδωρίδη:
«Κάποτε θα σε πληρώσει με το ίδιο νόμισμα».
Το πόσο δίκιο είχε θα αποδεικνυόταν λίγο καιρό αργότερα.
Κυβέλη και Θεοδωρίδης επιστρέφουν στην Αθήνα έπειτα από 10 μήνες, όταν και συστήνουν τον Θίασο Κυβέλης.
Με τον Θεοδωρίδη η Κυβέλη θα αποκτήσει άλλη μια κόρη, επίσης πρωταγωνίστρια αργότερα του θεάτρου.
Ο δεύτερος γάμος της διαλύθηκε όταν η Κυβέλη θα βρεθεί στη Χίο γύρω στα 1920 και θα γνωρίσει επεισοδιακά τον γενικό διοικητή του νησιού, κάτι σαν νομάρχη δηλαδή, Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος λίγο καιρό πριν είχε αποκτήσει με τη Σοφία Μινέικο τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η Κυβέλη είχε ταξιδέψει στο νησί με τον θίασό της και όταν έμαθε πως τα κείμενα του έργου που σκόπευε να ανεβάσει λογοκρίθηκαν, πήγε να βρει τον άντρα που ευθυνόταν, τον έπαρχο του νησιού Παπανδρέου.
Όταν συναντήθηκαν για το θέμα της λογοκρισίας, η αμοιβαία έλξη που αισθάνθηκαν παραμέρισε τα μίση και οι δυο τους έγιναν αμέσως ζευγάρι: «Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη, δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας», ομολόγησε αργότερα η ίδια.
Οι δυο τους θα παντρευτούν το 1928, και θα αποκτήσουν το τελευταίο παιδί της Κυβέλης και τη μεγάλη της αδυναμία, τον Γιώργο (ετεροθαλή αδερφό του Ανδρέα Παπανδρέου).
Η Κυβέλη για χάρη του τρίτου άντρα της έμεινε μακριά από το θέατρο για μία 15ετία καθώς εκείνος δεν ήθελε να εργάζεται η σύζυγός του. Στα ταραγμένα πολιτικά χρόνια και τον πόλεμο που ακολουθούν, η ηθοποιός στέκεται στο πλευρό του Παπανδρέου και τον ακολουθεί πιστά παντού, μέχρι την πρωθυπουργία της χώρας.
Λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο, οι δυο τους θα χωρίσουν αλλά δεν θα πάρουν ποτέ διαζύγιο.
Όταν μάλιστα πέθανε ο Παπανδρέου το 1968 και η Χούντα της ζήτησε «να αποδεχθεί την κηδεμόνευση του νεκρού προσφέροντας επίσημη κηδεία δημοσία δαπάνη», η Κυβέλη αρνήθηκε και έκανε τα πάντα για να ενταφιαστεί ο πρώην πρωθυπουργός σε οικογενειακή τελετή, αναλαμβάνοντας η ίδια τα έξοδα.
Η αυλαία της πολυτάραχης ζωής της Κυβέλης έπεσε μία μέρα σαν σήμερα, στις 26 Μαΐου 1978, όταν άφησε την τελευταία της πνοή.
Άφησε πίσω της μία τεράστια κληρονομιά, τέσσερα παιδιά, τον Αλέξανδρο και την ηθοποιό Μιράντα από τον Μυράτ, την πρωταγωνίστρια Αλίκη Θεοδωρίδη-Νορ από τον Κώστα Θεοδωρίδη και τον Γιώργο από τον Γεώργιο Παπανδρέου, που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Ανδρέα Παπανδρέου, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα.