“Για το παιδί είμαι ο μπαμπάς του, αλλά νομικά δεν είμαι τίποτα” δηλώνει ο Μιχάλης Οικονόμου.
Στο πλατό της εκπομπής MEGA Καλημέρα συνάντησε ο Μιχάλης Οικονόμου την Ελεονώρα Μελέτη, το πρωινό της Πέμπτης, όπου και μίλησε για το επερχόμενο νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια και την δική του οικογένεια με τον σύντροφο του και το παιδί τους.
«Ό,τι ρωτάει το απαντάμε, δεν του κρύβουμε τίποτα. Για εμάς δε δημιουργεί άγχος γιατί είναι η καθημερινότητά μας. Του απαντάμε απλά, με αγάπη και στο μέτρο που μπορεί να κατανοήσει το παιδί για ποιον λόγο δε μεγαλώνει με μαμά και για ποιον λόγο μεγαλώνει με εμάς.
Πάμε στις κούνιες και καμιά φορά κάποια κυρία μπορεί να τον ρωτήσει ‘πού πας μόνος σου, πού είναι η μαμά σου’ επειδή δε μας έχει δει, και απαντάει: έχω δύο μπαμπάδες, δεν έχω μαμά» τόνισε χαρακτηριστικά ο γνωστός ηθοποιός.
«Το παιδί είναι πιο συνειδητοποιημένο απέναντι στην κοινωνία. Ούτε στο σχολείο, ούτε στην ενόργανη που πάει, ούτε στην πισίνα, ούτε σε πάρτι, ούτε σε κοινόχρηστους χώρους που μας έχει δει ο κόσμος δεν έχει παραξενευτεί. Μπορεί να έχει απαντήσει λίγο απότομα ο μικρός να πει ‘έχω δυο μπαμπάδες’ αλλά ποτέ δεν έχουμε εισπράξει κάποιο βλέμμα υποτιμητικό ή κάποιο σχόλιο πικρό».
«Αυτά που λένε και βγάζουν στατιστικές ότι ο κόσμος δεν είναι έτοιμος, δεν είναι υπέρ κτλ, νομίζω είναι λογικό ένας άνθρωπος που έρχεται απέναντί σου με ένα φυλλάδιο και σε ρωτάει ‘είστε υπέρ της τεκνοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια’, αν είσαι λίγο κολλημένος είναι πολύ πιθανό να απαντήσεις όχι.
Αν κάποιος όμως ζήσει πλάι μας και δει τις καθημερινές ιστορίες στη δουλειά, στο σχολείο και μας κοιτάξει κατά πρόσωπο, αμέσως του διαλύονται οι αμφιβολίες γιατί μας βλέπει ως μια φυσιολογική οικογένεια, δεν είμαστε εξωγήινοι» συμπλήρωσε ο Μιχάλης Οικονόμου στη νέα τηλεοπτική του συνέντευξη στο Μεγάλο Κανάλι.
Επίσης, όσον αφορά στην απόφασή να μεγαλώσουν με τον σύζυγό του ένα παιδί, ο ηθοποιός δήλωσε τα εξής. «Υπήρχαν χιλιάδες φωνές αλλά αυτό που έβγαινε ορμητικά ήταν ότι αυτό το παιδί από την στιγμή που έχουμε τη δυνατότητα, δε θέλουμε να μείνει σε ένα ίδρυμα, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή θα ήταν η κατάληξή του και δεν ξέρω πώς θα συνέχιζε από εκεί και πέρα. Ας σώσουμε ένα παιδί.
Και για μας ήταν ένα είδος ανακάλυψης, ένα είδος κυοφορίας. Αποκαλύφθηκε σιγά σιγά μέσα από τα μάτια του ίδιου του παιδιού. Η απόφαση αυτή βγήκε και μετά από πολλή κουβέντα και σοβαρές συζητήσεις με ανθρώπους οι οποίοι μπορούσαν να μας στηρίξουν ψυχολογικά, οικογενειακά, φιλικά. Δεν ήταν απλά πάμε να το κάνουμε».