Με χαμόγελα έληξε η κινηματογραφική εβδομάδα, καθώς η ταινία animation «Τα Μυαλά που Κουβαλάς 2» αποδείχτηκε μια εισπρακτική επιτυχία για τα σινεμά, καθώς το πρώτο τετραήμερο έκοψε πάνω από 100.000 εισιτήρια.
Γι’ αυτή την εβδομάδα οι ελπίδες για τα σινεμά στρέφονται προς την περιπέτεια «Οι Μηχανόβιοι» του Τζεφ Νίκολς, με Τομ Χάρντι και Όστιν Μπάτλερ, ενώ δεν είναι και λίγες οι ταινίες γυναικών σκηνοθετών (Αριάν Λουί -Σεζ, Μαριάμ Τουζανί, Λεά Ντομενάκ) με γυναικεία θέματα, που ξεχωρίζουν, ανάμεσα στις δέκα πρεμιέρες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η επανέκδοση της αριστουργηματικής ταινίας τρόμου του σπουδαίου Μάικλ Πάουελ «Ο Ηδονοβλεψίας», για τους νοσταλγούς του μεγάλου σινεμά.
Ανθρωπίστρια Βρικόλακας Αναζητά Αυτοκτονικό Άτομο
(“Vampire Humaniste Cherche Suicidaire Consentant”) Αισθηματική κομεντί φαντασίας, καναδέζικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Αριάν Λουί – Σεζ, με τους Σαρά Μονπετί, Φελίξ-Αντουάν Μπενάρ, Στιβ Λαπλάντ, Σοφί Καντι κα.
Είναι εύκολα αντιληπτό, ακόμη και από τον τίτλο, ότι πρόκειται για μία εντελώς ασυνήθιστη ταινία, που δύσκολα μπορεί να καταταχθεί σε κάποια κατηγορία και βεβαίως, το κοινό πρέπει να είναι έτοιμο για όλα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η καναδική γαλλόφωνη ταινία, η πρώτη δουλειά της Αριάν Λουί – Σεζ, έχει διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ – στη Θεσσαλονίκη κέρδισε το βραβείο Κοινού – καθώς διακρίνεται για το κατάμαυρο χιούμορ της και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα της. Ένα φιλμ που ανακαλύπτει το χιούμορ, την ομορφιά και το συναίσθημα στα πιο αναπάντεχα μέρη, εκεί που η βαμπιρική μυθολογία έχει προκαλέσει χιλιάδες ρίγη και κραυγές τρόμου.
Κόρη, μιας οικογένειας βαμπίρ, η νεαρή Σάσα δεν αναπτύσσει το «χάρισμα» των γονιών της, λόγω ενός παιδικού συναισθηματικού μετατραυματικού σοκ, μοιάζοντας εγκλωβισμένη κάπου στη μέση, αφού δεν είναι ούτε κανονικό βαμπίρ ούτε μια συνηθισμένη κοπέλα. Οι γονείς της ανησυχούν γιατί δεν φαίνεται να θέλει να μπει στον δικό τους κόσμο και παραμένει εξαρτημένη από την οικογενειακή υποστήριξη και γι’ αυτό, εκδιώκεται από το πατρικό της, για να πάει να ζήσει στο σπίτι της ξαδέρφης της. Ωστόσο, η συνάντηση με έναν αυτοκτονικό νέο, θα αλλάξει το νόημα της ζωής της.
Θαρραλέα και τολμηρή η νεαρά Αριάν Λουί – Σεζ, προχωρά σε μία πρωτότυπη αντισυμβατική ανάγνωση της βαμπιρικής μυθολογίας, με ύφος μαύρης κωμωδίας, για να αναδείξει την εξέγερση της νεότητας απέναντι στις συμβάσεις και τις οικογενειακές παραδόσεις.
Η σκηνοθέτιδα, που δείχνει να μη φοβάται τις αντιθέσεις και τη μάχη με τις απαραίτητες συμβάσεις, θα ρίξει στο περιθώριο τον ερωτισμό, απ’ τον οποίο διακατέχεται ο βαμπιρικός μύθος, αξιοποιώντας ένα παράταιρο κινηματογραφικό είδος, για να αναπτύξει μία ιστορία για τις σύγχρονες δυσκολίες της νεότητας, τη δυσαρμονία προς το περιβάλλον και την καταγωγή, την ανυπακοή και τα κοινωνικά στερεότυπα. Και είναι όλα αυτά, που συνδέουν αισθηματικά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, δυο νέους που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
Η πραγματικά ξεχωριστή ταινία, η οποία, ωστόσο, απαιτεί τη συγκατάβαση του κοινού να δεχθεί να μπει στο αλλόκοτο σύμπαν της, για την καλύτερη κατανόησή της, υπονομεύει τους βαμπιρικούς μύθους με μια δόση λεπτής ειρωνείας μέχρι το τέλος, καθώς ακολουθεί ένα δυνατό φινάλε που αναδεικνύεται ο ανθρωπισμός και η υπαρξιακή αγωνία, αφήνοντας τα σύγχρονα «καλοστεκούμενα» βαμπίρ στο περιθώριο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Σάσα έχει ένα σοβαρό πρόβλημα: είναι ένα έφηβο βαμπίρ που δεν μπορεί να σκοτώσει για να τραφεί. Πιστεύει πως η λύση βρίσκεται στο πρόσωπο ενός νεαρού με αυτοκτονικές τάσεις.
Οι Μηχανόβιοι
(“The Bikeriders”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Τζεφ Νίκολς, με τους Όστιν Μπάτλερ, Τζόντι Κόμερ, Τομ Χάρντι, Μάικλ Σάνον
Έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από τον «Ατίθασο» του Μάρλον Μπράντο και τη συμμορία των μοτοσικλετιστών «Μαύροι Επαναστάτες», μια ταινία που έκανε τον πρωταγωνιστή παγκόσμιο σταρ και μαζί έφερε στον κινηματογράφο τις συμμορίες μηχανόβιων στην Αμερική. Μία παράδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ακόμη και σήμερα ακμάζει, πολλές φορές και ως εγκληματική οργάνωση.
Ο Τζεφ Νίκολς («Το Καταφύγιο»), επιστρέφοντας στην ενεργό δράση, έπειτα από επτά χρόνια απουσίας, θα καταπιαστεί με ένα πιασάρικο θέμα, με ισχυρές δόσεις νοσταλγίας και του γοητευτικού τρόπου ζωής των μηχανόβιων.
Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, μετά από μία τυχαία συνάντηση σε ένα μπαρ, η πεισματάρα Κάθι ελκύεται από τον Μπένι, το νεότερο μέλος μιας λέσχης μοτοσικλετιστών στις κεντροδυτικές πολιτείες της Αμερικής, που ακούει στο όνομα «Βάνδαλοι» και έχει ως αρχηγό τον Τζόνι. Όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη χώρα, η λέσχη μεταμορφώνεται από έναν τόπο συγκέντρωσης περιθωριακών τύπων σε μία επικίνδυνη και βίαιη συμμορία του υπόκοσμου, αναγκάζοντας τον Μπένι να διαλέξει ανάμεσα στην Κάθι και την αφοσίωσή του στη λέσχη και τον αρχηγό της.
Αν στο ελκυστικό στόρι προστεθούν και τα καυτά ονόματα των Τομ Χάρντι, Όστιν Μπάτλερ και Τζόντι Κόμερ στο καστ και η γοητεία της νοσταλγίας, για τους λάτρεις των μηχανών λογικά η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη.
Όμως, ο Νίκολς, δεν στέκεται μόνο στα προφανή και προσπαθεί να στήσει ένα μύθο, με ένα ερωτικό τρίο, να σκιαγραφήσει όσο καλύτερα μπορεί τους χαρακτήρες, να μιλήσει – όχι και τόσο πειστικά – για την αρσενική ισχύ, μέσω της βίας και της τοξικότητας, που χαρίζουν γαλόνια σε συμμορίες. Θέλει να μιλήσει και για άλλα, όπως την εξέλιξη της Αμερικής, τη θέση της γυναίκας, την εξερεύνηση της αρρενωπότητας και της ταυτότητας, αλλά όλα μοιάζουν να χάνονται από τους βρυχηθμούς των μηχανών, τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν και τις δροσερές εικόνες των ατέλειωτων δρόμων της ξεχασμένης Αμερικής του παρελθόντος.
Η χορταστική ταινία, πάντως, έχει το ενδιαφέρον της, τις καλοστημένες σκηνές, το στιλιστικό της μπρίο, τον απαραίτητο ρυθμό και τον ρομαντισμό για μια εποχή που είχε τη γοητεία της, αν και στο τέλος αυτό που μένει είναι οι καλλίγραμμες μοτοσικλέτες και οι γκαζιές εκεί που έπρεπε να μπαίνει φρένο.
Διεκπεραιωτικός, αλλά πάντα επαρκής, ο Τομ Χάρντι, ικανοποιητικός, αν και χάνει σε αποχρώσεις, ο Όστιν Μπάτλερ, ενώ η Τζόντι Κόμερ, καταφέρνει να δώσει αυτό το κάτι παραπάνω και να συνδέσει το δράμα με την αντρική περιπέτεια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η άνοδος μιας λέσχης μοτοσικλετιστών στις κεντροδυτικές πολιτείες της Αμερικής, που ακούει στο όνομα Βάνδαλοι, ειπωμένη μέσα από τις ζωές των μελών της, η ιστορία της λέσχης εκτυλίσσεται μέσα σε μία δεκαετία.
Μνήμη
(“Memory”) Δραματική ταινία, μεξικανοαμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μισέλ Φράνκο, με τους Τζέσικα Τσάστεϊν, Πίτερ Σάσργκαρντ, Μπρουκ Τίμπερ, Μέριτ Γουίβερ κα.
Όλα καλά και άγια, αλλά έπρεπε να φτάσει η ταινία του Μισέλ Φράνκο στα μισά για να αρπάξει φωτιά το επώδυνο δράμα και, να στριφογυριστεί ο σουγιάς στην πληγή, να μπει η ιστορία των δύο βασανισμένων ηρώων στο δρόμο της ελπίδας και της εξιλέωσης.
Ο Τζέιμς Φράνκο («Μετά τη Λουτσία», «Η Κόρη της Απρίλ»), στην πρώτη του ταινία επί αμερικάνικου εδάφους, δεν ξεφεύγει από το γνώριμο ύφος του, αυτό της αβεβαιότητας, της υπόκωφης έντασης, της σταδιακής κλιμάκωσης, αλλά αυτή τη φορά μάλλον υπερβάλει. Με μία εισαγωγή που τραβά αδικαιολόγητα, σχεδόν εξαντλητικά, για να στήσει το υπόβαθρο της ηρωίδας, κατά κύριο λόγο, που είναι και το κύριο πρόσωπο του δράματος.
Είναι η Σίλβια που έχει βάλει σε μία τάξη τη ζωή της, έπειτα από τον αλκοολισμό της και την αποχή της από το ποτό για 13 χρόνια, αλλά είναι κλειστή, κρατώντας τυπικές σχέσεις με την αδελφή της και προσπαθώντας να κρατήσει μακριά από τις κακοτοπιές και την έφηβη κόρη της. Από την αρχή, είναι σαφές, ότι κάτι σκοτεινό υπάρχει στο μακρινό παρελθόν της. Όταν θα βρεθεί σε ένα πάρτι συμφοιτητών της από το σχολείο, ένας παλιός συμμαθητής της θα την αναγκάσει να φύγει εσπευσμένα, θυμίζοντάς της κάτι από το παρελθόν. Αυτός θα την ακολουθήσει μέχρι το σπίτι της και θα ξεμείνει έξω από το κατώφλι της όλη τη νύχτα. Αυτός τώρα πάσχει από πρόωρη άνοια. Η μοίρα, θα τους ενώσει, παρά τα σκοτεινά σημεία του παρελθόντος τους.
Η Σίλβια, όπως αποκαλύπτεται προς το τέλος ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης του πατέρα της, ένα θέμα που η μνήμη της προσπαθεί να θάψει, με τη βοήθεια της μητέρας της, που δεν θέλει να την πιστέψει, ρίχνοντας την ευθύνη στην κόρη της, θεωρώντας την μία φαντασιόπληκτη «εύκολη κοπέλα».
Το στόρι, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν είναι και από τα πλέον ελκυστικά – μία πρώην αλκοολική με ψυχολογικά τραύματα συναντά έναν άντρα με άνοια – αλλά ο Φράνκο ξέρει να παίζει με την ψυχολογία, την παράδοξη φύση της μνήμης, ακόμη και από τρίτα πρόσωπα, που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη των αθεράπευτων τραυμάτων της ηρωίδας.
Μόνο, που ο Φράνκο, θα μπει στο ψαχνό, με πολύ καθυστέρηση, θα σπαταλήσει χρόνο με ασήμαντες λεπτομέρειες, θα χάσει πλήρως το παιχνίδι με την οικονομία του δράματος, κάτι που σώζει, ως ένα σημείο, το λυτρωτικό φινάλε και οι προσεγμένες ερμηνείες των Τσάστεϊν και Σάρσγκαρντ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Σίλβια διάγει μια τακτοποιημένη ζωή με την έφηβη κόρη της, σε ένα διαμέρισμα με πολλές κλειδαριές. Μόλις έκλεισε 13 χρόνια χωρίς αλκοόλ. Σε ένα σχολικό reunion συναντά τον Σαλ, ο οποίος το ίδιο βράδυ την ακολουθεί πίσω στο σπίτι της. Η τυχαία τους συνάντηση ξυπνά επίπονες μνήμες του παρελθόντος…
Αδάμ
(“Adam”) Δραματική ταινία, μαροκινής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Μαριάμ Τουζανί, με τους Λούμπνα Αζαμπαΐ, Νισρινέ Εραντί, Ντουάε Μπελκχάουντα, Αζίζ Χατάμπ κα.
Με καθυστέρηση πέντε χρόνων, μας έρχεται αυτό το δράμα γυναικείας χειραφέτησης από το Μαρόκο, που αποτέλεσε και το ντεμπούτο της Μαριάμ Τουζανί, την οποία γνωρίσαμε πέρσι με το ιδιαίτερο «Μπλε Καφτάνι». Η ταινία, που είχε προβληθεί στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Καννών και είχε προταθεί από το Μαρόκο για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας, αλλά δεν έφτασε μέχρι το Λος Άντζελες, δείχνει τη θέληση των γυναικών να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια, σε μία ανδροκρατούμενη χώρα. Όμως, και η στάση του κράτους του Μαρόκου, φαίνεται να αλλάζει, καθώς πρόβαλε την ταινία και συμπαραστέκεται στην υποσχόμενη Τουζανί.
Στην Καζαμπλάνκα, η Άμπλα έχει ένα μικρό τοπικό αρτοποιείο στο σπίτι της, όπου ζει μόνη της με την οχτάχρονη κόρη της. Όταν θα την επισκεφτεί η Σαμία, μία νεαρή που έχει μείνει έγκυος και θα της ζητήσει δουλειά και στέγη, οι ζωές και των δυο γυναικών θα αλλάξουν ριζικά.
Οι ομοιότητες με το «Μπλε Καφτάνι» πολλές και κυρίως σε επίπεδο σκηνοθεσίας. Η γραφή, η συναισθηματική φόρτιση, η γλυκόπικρη προσέγγιση του θέματος, η ευαίσθητη αφήγηση, η σκηνοθετική φόρμα, με τις σιωπές, τις κινήσεις, τις γεμάτες νόημα ματιές και η θέληση για τη διεκδίκηση ανθρώπινων δικαιωμάτων – εδώ η γυναικεία χειραφέτηση – είναι παρούσες.
Για μια ακόμη φορά, παρουσιάζει ένα Μαρόκο που είναι δέσμιο ξεπερασμένων κοινωνικών στερεότυπων και ανισοτήτων και από την άλλη, τις γυναίκες που διεκδικούν ίσα δικαιώματα, να μην καταπιέζονται, να κρατούν στα χέρια τους τη ζωή τους, το σώμα τους (έκτρωση), ακόμη και τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις.
Και πάλι, υπάρχουν μελοδραματικοί τόνοι, που όμως δεν ξεπερνούν τα όρια, όπως και η παλιομοδίτικη κινηματογραφική γραφή, που δίνει μία γοητεία στο φιλμ, το οποίο, είναι αξιοπρεπέστατο και αρκούντως ενδιαφέρον, αν και το φινάλε μοιάζει αμήχανο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ…. Η Άμπλα έχει ένα μικρό τοπικό αρτοποιείο στο σπίτι της στην Καζαμπλάνκα, όπου ζει μόνη της με την 8χρονη κόρη της. Όταν η Σαμία, μια νεαρή έγκυος γυναίκα, την επισκέπτεται η Άμπλα δεν μπορεί να φανταστεί ότι η ζωή της θα αλλάξει για πάντα.
Νυχτερινός Εκφωνητής
Αισθηματική κομεντί, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ρένου Χαραλαμπίδη, με τους Ρένο Χαραλαμπίδη, Ελευθερία Στάμου, Μαργαρίτα Αμαραντίδη κα.
O Ρένος Χαραλαμπίδης, επιστρέφει με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, έπειτα από 14 χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, αποτίοντας έναν ρομαντικό φόρο τιμής στο νυχτερινό ραδιόφωνο, στις ομορφιές της Αθήνας και του ένδοξου παρελθόντος της, αλλά και μια ελαφρά μελαγχολική διάθεση για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής, την κρίση της μέσης ηλικίας.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης, συμπαθέστατο πρόσωπο του νέου ελληνικού σινεμά, παρά τις αντιφατικές απόψεις του, εδώ, μοιάζει σαν να πιάνει το νήμα από τη γνωστή ταινία του «Φτηνά Τσιγάρα», όταν ακόμη ήταν ένας ορεξάτος 30άρης. Τώρα, έχοντας πατήσει τα 50, πάντα ελκυόμενος από τη νύχτα, τους χαμένους έρωτες και το ραδιόφωνο, στο οποίο δουλεύει για χρόνια, στοχάζεται τα περασμένα, με μία γοητευτική μελαγχολία, χωρίς να χάνει το χιούμορ του και την έκπληξή του μπροστά στη μαγεία της ζωής.
Ένας βετεράνος του ραδιοφώνου, νυχτερινός εκφωνητής, τη βραδιά που γίνεται 50 χρόνων, συνειδητοποιεί με αμηχανία ότι έχει αφήσει πίσω του τα νιάτα, μιλώντας για τη ζωή του στα ανοιχτά μικρόφωνα. Βασικός άξονας της εκπομπής του είναι η αναζήτηση ενός ξεχασμένου έρωτα, που βρίσκεται σε εκκρεμότητα από την εποχή που υπηρετούσε ως εύζωνας, μέσα από τα ερωτικά και όχι μόνο μηνύματα που διέσωσε ένας παλιός τηλεφωνητής. Βγάζοντας στον νυχτερινό αέρα τα παθιασμένα ηχογραφημένα μηνύματα από τις αρχές του ‘90, θα προσπαθήσει να εντοπίσει αυτή την κοπέλα, μία χορεύτρια, που τον έχει σαγηνεύσει.
Ο Χαραλαμπίδης, σε τούτο το μόλις 70λεπτο φιλμ κι ελάχιστου κόστους, με το εκτεταμένο voice over, έρχεται νοσταλγικά, με το πέρασμα από το κασετόφωνο, το πικάπ και τον τηλεφωνητή, στη νέα ψηφιακή τεχνολογία, να αναδείξει τη γοητεία της νυχτερινής Αθήνας, με επιλεγμένες γωνιές της πόλης και τις αρχαιότητές της, καθώς και τις αναμνήσεις ενός μακρινού ανεκπλήρωτου έρωτα, αλλά και της θητείας στην προεδρική φρουρά – εκεί που χάθηκε η ευκαιρία της επαφής με την κοπέλα.
Ένα ταξίδι – στον χρόνο και τον χώρο – λυτρωτικής αυτογνωσίας, που θα στείλει το μήνυμα για την ομορφιά της περιπέτειας της ζωής, χωρίς, ωστόσο, να δικαιώνει πλήρως τις καλές προθέσεις του σκηνοθέτη, μοιάζοντας σαν το ασθενές ραδιοφωνικό σήμα, που χάνεται ή διακόπτεται από την αδυναμία του μικρής εμβέλειας πομπού του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας βετεράνος νυχτερινός ραδιοφωνικός εκφωνητής έχει εκπομπή τη βραδιά που γίνεται πενήντα. Συνειδητοποιώντας με αμηχανία ότι δεν συγκαταλέγεται πια στους νέους, ξετυλίγει στον αέρα τη ζωή του και αναζητά έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.
Η Κυρία του Προέδρου
(“Bernadette”) Βιογραφική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Λέα Ντομενάκ, με τους Κατρίν Ντενέβ, Μισέλ Βιλερμόζ, Ντενί Πονταλιντέ, Σάρα Ζιροντό, Φρανσουά Βιντσεντελί κα.
Ακόμη μία – όχι και τόσο – γνωστής προσωπικότητας, αυτή της Μπερναντέτ Σιράκ έρχεται στο προσκήνιο, με την – όχι και τόσο – βιογραφική ταινία, της πρωτοεμφανιζόμενης Λέα Ντομενάκ, η οποία παραμερίζει τα πραγματικά γεγονότα σε μεγάλο βαθμό, για να στήσει μία ανάλαφρη κομεντί, γυναικείας χειραφέτησης.
Μία ταινία περιορισμένου ενδιαφέροντος, που αν δεν είχε ως πρωταγωνίστρια τη μεγάλη κυρία του γαλλικού σινεμά Κατρίν Ντενέβ, το πιθανότερο δεν θα έβρισκε διανομή στους κινηματογράφους και θα πήγαινε κατευθείαν στη μικρή οθόνη.
Ως πρώτη κυρία του προέδρου της γαλλικής δημοκρατίας, η Μπερναντέτ Σιράκ, θα λάβει τη θέση που νομίζει ότι της αρμόζει, να βρίσκεται στη σκιά του συζύγου της, για να μπορέσει αυτός να εκτελέσει τα καθήκοντά του με επιτυχία. Όταν όμως μία δημοσκόπηση την εμφανίζει ως μειονέκτημα δίπλα στον Σιράκ και συνειδητοποιεί ότι όλοι τη βλέπουν ως ξεπερασμένη και μια γυναίκα περασμένων εποχών, αποφασίζει να αλλάξει στάση, να γίνει ανυπάκουη, να δείξει ότι έχει και δική της φωνή, θα φέρει απρόοπτες εξελίξεις.
Η ιστορία του ζεύγους Σιράκ θα μπορούσε να έχει όλες τις προοπτικές για μία ενδιαφέρουσα ζουμερή ιστορία. Από τη μια η πολιτική μορφή του Σιράκ, που από τα αριστερά νιάτα του έγινε ηγέτης του γκωλικού κόμματος, υπήρξε για χρόνια δήμαρχος του Παρισιού και μετά τις αλλεπάλληλες ήττες από τον Μιτεράν, θα καταφέρει να γίνει πρόεδρος το 1995, κερδίζοντας και τις επόμενες εκλογές, ενώ η αντίθεσή του στην αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ, θα τον φέρει απέναντι σε πολλά προβλήματα και θα κατηγορηθεί και για διαφθορά. Στη σκιά του, υπήρξε η Μπερναντέτ, μία αδιάφορη, για την πολιτική ιστορία της Γαλλίας, γυναίκα, που θα έπρεπε να υπομείνει τις φημισμένες ερωτικές του ατασθαλίες, αλλά και τον αλαζονικό εγωκεντρικό του χαρακτήρα.
Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα ιδιαιτέρως ελκυστικά γεγονότα, η Ντομενάκ τα ξεπετά επιφανειακά και εκ του προχείρου, για να φτιάξει μία ανώδυνη κομεντί, βάζοντας αστεία περιστατικά – πιθανώς μακριά από την πραγματικότητα – που λίγο ενδιαφέρουν, στοχεύοντας στο γέλιο. Η ταινία της είναι περισσότερο ένα απάνθισμα κουτσομπολιών, με την παρουσία προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική, όπως του διπρόσωπου Σαρκοζί ή και κάποιων σελέμπριτις, όπως του Λάγκερφελντ.
Από κει και πέρα, η ταινία έχει κάποιο ρυθμό, ορισμένες αστείες σκηνές, αλλά τελικά ένα πενιχρό αποτέλεσμα, που δύσκολα θα κρατήσει τον θεατή ως το τέλος. Υπάρχει βεβαίως και η Ντενέβ, η οποία φτιάχνει μία δική της περσόνα, μακριά από αυτή της πραγματικής Μπερναντέτ, που δίνει έναν ξεχωριστό αέρα, αλλά δεν αρκεί για να δροσίσει το Μέγαρο των Ηλυσίων και πολύ περισσότερο το κοινό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν φτάνει στο Μέγαρο των Ηλυσίων ως η κυρία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, η Μπερναντέτ Σιράκ συνειδητοποιεί ότι όλοι τη βλέπουν ως παλαιομοδίτικη και ξεπερασμένη. Αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή της, μεθοδεύοντας διάφορες αλλαγές που θα της εξασφαλίσουν τη δική της θέση και φωνή στα πράγματα.
O Εξορκισμός
(“The Exorcism”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τζόσουα Τζον Μίλερ, με τους Ράσελ Κρόου, Σαμ Γουόρθινγκτον, Κλόι Μπέιλι, Ράιαν Σίμπκινς κα.
Ταινία μεταφυσικού τρόμου, με τίτλο που παραπέμπει σε δοξασμένες εποχές για τους λάτρεις του κινηματογραφικού horror και με τον Ράσελ Κρόου πρωταγωνιστή, να αποτελεί τον κράχτη – αν και το ενημερωμένο κοινό, γνωρίζει ότι ο διάσημος ηθοποιός είναι πλέον πρώην σταρ και η κατηφόρα που έχει πάρει η καριέρα του μάλλον δεν έχει τέλος.
Άλλωστε και η παρόμοια ταινία που πρωταγωνίστησε ο Κρόου και προβλήθηκε πριν ένα χρόνο στη χώρα μας, «Ο Εξορκιστής του Βατικανού», προκάλεσε περισσότερα γέλια από τρόμο, ενώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ότι τα γυρίσματα του «Εξορκισμού» είχαν ολοκληρωθεί πριν τέσσερα χρόνια και μόλις τώρα βρήκε διανομή.
Ένας βετεράνος ηθοποιός που η καριέρα του δεν βρίσκεται και στα καλύτερά της, πρωταγωνιστεί σε μία ταινία υπερφυσικού τρόμου, αλλά σιγά σιγά αρχίζει να δείχνει σημάδια ψυχολογικής κατάρρευσης. Η αποξενωμένη κόρη του αρχίζει να αναρωτιέται αν ξανακύλησε στους παλιούς του εθισμούς ή αν συμβαίνει κάτι σοβαρότερο, κάτι που μπορεί να απειλήσει τη ζωή του και τη ζωή της.
Η απόπειρα του σκηνοθέτη Τζόσουα Τζον Μίλερ, γιου του Τζέισον Μίλερ που πρωταγωνίστησε στον κλασικό «Εξορκιστή» του 1973, να κάνει μια ταινία μέσα σε ταινία, μοιάζει με ανέκδοτο, ενώ το αφελές και προχειρογραμμένο σενάριο φαίνεται ως copy paste από ταινίες του είδους, με εξορκισμούς και άλλα συναφή.
Ορισμένες φορές δίνει την αίσθηση ότι όλα μοιάζουν ψεύτικα εσκεμμένα, αλλά δυστυχώς, δεν πρόκειται για μια παρωδία τρόμου, αλλά για μια ταινία που θέλει να σκορπίσει ανατριχίλες φόβου.
Ο Κρόου, σε μια ακόμη αγγαρεία, που μάλλον ήδη έχει ξεχάσει, ενώ οι υπόλοιποι ηθοποιοί παρότι δείχνουν να το παλεύουν, στο τέλος μάλλον παραδίδονται στην ανεπάρκεια του σκηνοθέτη και της πρόχειρης παραγωγής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας ταλαιπωρημένος ηθοποιός αρχίζει να καταρρέει στη διάρκεια γυρισμάτων μιας ταινίας υπερφυσικού τρόμου. Η αποξενωμένη κόρη του αναρωτιέται αν ξανακυλάει στους παλιούς εθισμούς του ή αν συμβαίνει κάτι πιο απειλητικό.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Ο Ηδονοβλεψίας
(“Peeping Tom”) Η αριστουργηματική βρετανική ταινία τρόμου, μιας άλλης θαυμαστής εποχής, που γύρισε το 1960 ο μέγας Μάικλ Πάουελ («Τα Κόκκινα Παπούτσια», «Μαύρος Νάρκισσος») σε ψηφιακά αποκαταστημένες κόπιες 4Κ, για τους νοσταλγούς του μεγάλου σινεμά. Η κλασική σήμερα ταινία, που χτυπήθηκε αλύπητα στην εποχή της και σήμανε την πτώση του κορυφαίου Βρετανού σκηνοθέτη, αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο ψυχογράφημα της σεξουαλικής σύγχυσης, που ζει ο ήρωας της ταινίας, ένας άντρας που κινηματογραφεί τις δολοφονίες που διαπράττει με θύματα γυναίκες, για να αποτυπώσει τις εκφράσεις του τρόμου στο πρόσωπό τους.
Υποδειγματική σκηνοθεσία, εντυπωσιακά κάδρα, υποβλητική έγχρωμη φωτογραφία, εξαιρετικό σενάριο, επηρεασμένο από τις ταινίες του Χίτσκοκ και πειστικές ερμηνείες από τους Κάρλχαϊντς Μπεμ, Άννα Μάσεϊ, Μαξίν Όντλεϊ κα.
Στις Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων
(“Tini Zabutykh Predkiv”) Το ποιητικό, φολκλορικό αισθηματικό δράμα του Σεργκέι Παρατζάνοφ, επιστρέφει στις μεγάλες οθόνες έπειτα από 60 χρόνια από την πρώτη προβολή του. Η λαϊκή παράδοση και οι τοπικοί μύθοι συνδέονται αρμονικά με μία παραλλαγή του δράματος του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», βάζοντας στο επίκεντρό του έναν καταδικασμένο έρωτα. Πρωταγωνιστούν Ιβάν Νικολάιτσουκ και Τατιάνα Μπεστάγιεβα.
Το Σεξ και η Λουσία
(“Lucia y el Sexo”) Καλογυρισμένη ισπανική ταινία του 2001 για το ερωτικό πάθος – ό,τι πρέπει για το καλοκαιράκι. Σε επανέκδοση η ταινία του Χούλιο Μέντεμ («Εραστές του Αρκτικού Κύκλου») με την ελκυστικότατη Παθ Βέγκα να είναι φωτιά και λάβρα.