Συγκλονίζουν τα λόγια του Περικλή Αλμπάνη για το φόβο του θανάτου που βίωσε όταν ήταν 35 ετών. Και τον οποίο ξεπέρασε πάνω στη σκηνή!
Μια μέρα, περιέγραψε ο Περικλής Αλμπάνης στην εφημερίδα OnTime Σαββατοκύριακο, ξύπνησε και ήταν άρρωστος ψυχολογικά.
«Το 1991 βίωσα ένα προσωπικό δράμα. Ξύπνησα ένα πρωί και ήμουν άρρωστος ψυχολογικά. Γυρνώντας από την κηδεία ενός φίλου, αισθάνθηκα άρρωστος, νόμιζα ότι θα πεθάνω. Για έναν χρόνο ταλαιπωρήθηκα έντονα από αυτή την ιδέα. Ήμουν 35 χρονών κι ένιωθα ότι θα πεθάνω.
Πήγα σε ψυχολόγο αλλά και σε ψυχίατρο. Δεν είχα κουράγιο ούτε να ανέβω τις σκάλες, ένιωθα τεράστια αδυναμία, ξαφνικά όμως πέρασα στην αντίπερα… όχθη από ένα έργο.
Μου είχε δώσει χάπια για να μου επαναφέρει τη διάθεση αλλά δεν έγινε τίποτα. Το πολεμούσα αλλά δεν το είχα πει πουθενά. Το κράτησα μόνο για μένα και τη γυναίκα μου.
Τότε κάναμε πρόβες για το έργο “Τρωίλος και Χρυσηίδα” με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Εγώ υποδυόμουν έναν τρίτο ρόλο, ο οποίος πεθαίνει στο τέλος του έργου.
Παίζαμε στον Λυκαβηττό κι αυτό που φοβόμουν έπρεπε να το αντιμετωπίσω επί σκηνής. Στις πρόβες δεν είχα νιώσει κάτι. Στο φινάλε της παράστασης είχα έναν μονόλογο γύρω στα 3 λεπτά και μετά «πέθαινα».
Και ξαφνικά είδα το φως, τον προβολέα που μου είχε ανάψει ο Γιάννης Κακλέας, κι αυτό το φως… θεώρησα ότι “εκεί είναι ωραία, γιατί το φοβάσαι;”. Μόλις είδα αυτό το φως, το θεώρησα “σημάδι”, είπα από μέσα μου: γιατί φοβάμαι τον θάνατο;
Με το που γονατίζω και σβήνουν τα φώτα, έγινα καλά. Το μυαλό μου επί έναν χρόνο ήταν μες στη βουή, το κεφάλι μου βούιζε, ήταν απίστευτο αυτό που ζούσα.
Ξαφνικά, το μόνο που σκέφτηκα ήταν: είμαι καλά. Πήγα στον ψυχίατρο και του το ‘πα. Πέταξα τα χάπια και του είπα: “έγινα καλά!”. Από τότε ποτέ δεν φοβήθηκα τίποτα», περιέγραψε ο Περικλής Αλμπάνης.