Είναι γνωστό ότι στον κινηματογράφο, ιδίως στην Ευρώπη, οι γυναίκες σκηνοθέτριες αποτελούν μειοψηφία, ενώ είναι ακόμα λιγότερες στην διεύθυνση φωτογραφίας. Γυναίκες που μάχονται για το όνειρό τους πίσω από την κάμερα του ελληνικού και διεθνούς κινηματογράφου σ’ έναν, και δεν είναι ο μοναδικός, ανδροκρατούμενο χώρο. Γυναίκες που τολμούν, συνεργάζονται, δημιουργούν.
Το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος «Με τον Φακό των γυναικών» που ανοίγει σήμερα, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, αναδεικνύει σημαντικές διευθύντριες φωτογραφίας και τις υποδέχεται μαζί με το κοινό στις προβολές ταινιών τους και στη συζήτηση στρογγυλής τράπεζας «Με τον Φακό των γυναικών», την Παρασκευή 3 Ιουνίου και ώρα 18:00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Η αυλαία του αφιερώματος ανοίγει με την Ανιές Γκοντάρ, διευθύντρια φωτογραφίας, συνεργάτιδα της βετεράνου σκηνοθέτριας Κλερ Ντενί. Την Ντάρια Ντ’ Αντόνιο, στενή συνεργάτιδα του Πάολο Σορεντίνο, η οποία πριν μερικές εβδομάδες απέσπασε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας στα ιταλικά Όσκαρ (τα βραβεία David di Donatello). Την Μπαμπέτ Μανγκόλτ, συνεργάτιδα της Σαντάλ Ακερμάν, μαζί με την οποία δημιούργησαν μια εκδοχή του γυναικείου βλέμματος την εποχή των έντονων φεμινιστικών διεκδικήσεων.
Την διευθύντρια φωτογραφίας Ολυμπία Μυτιληναίου, στενή συνεργάτιδα του Πάνου Χ. Κούτρα (ανάμεσα τους η Στρέλλα, Dodo που μόλις προβλήθηκε με επιτυχία στις Κάννες). Την Κατερίνα Μαραγκουδάκη, την πρώτη διευθύντρια φωτογραφίας που βράβευσε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1999), αλλά και τη νεότερη και ταλαντούχα Χριστίνα Μουμούρη, την πρώτη που βράβευσε η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (στα βραβεία« Ιρις» 2020) και η Ενωση Ελλήνων Κινηματογραφιστών.
Ευκαιρία να απολαύσουμε ταινίες και να συζητήσουμε μαζί τους για την εμπειρία τους, τις ίσες ευκαιρίες, τον ευρύτερο προβληματισμό για το λεγόμενο «γυναικείο βλέμμα» στον κινηματογράφο της εποχής μας.
Ντάρια Ντ’ Αντόνιο: Η ικανότητα να «δεις» δεν εξαρτάται από το φύλο
«Είχα την τύχη να ξεκινήσω το ταξίδι μου στον κινηματογράφο πολύ νέα, στη Νάπολη την δεκαετία του ’90, την εποχή που ήταν ακόμα περιθωριακή σε σχέση με το “καθιερωμένο” σινεμά». λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η βραβευμένη διευθύντρια φωτογραφίας Ντάρια Ντ’ Αντόνιο.
Όταν τέλειωσε το Λύκειο και λίγο πριν αρχίσει σπουδές λογοτεχνίας μπήκε στην παραγωγή. Η τύχη της ήταν ότι στα κινηματογραφικά πλατό της Νάπολης επικρατούσε «μια κεφάτη, δημιουργική αναρχία με ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους – από το θέατρο έως τη μουσική, οι οποίοι αυτοσχεδίαζαν με επιτυχία ακόμα και σε ρόλους τεχνικού της κάμερας».
Αυτή η αίσθηση ότι τα πάντα είναι δυνατά ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Ούτε όταν κάποια χρόνια αργότερα βρέθηκε στη Ρώμη και συνειδητοποίησε ότι τα πάντα ήταν διαφορετικά: «Η μόνη γυναίκα κινηματογραφίστρια είχε φύγει στη Γαλλία, υπήρχε μόνο μια οπερατέρ, τρεις γυναίκες πρώτοι βοηθοί κι εγώ ήμουν η μοναδική δεύτερη βοηθός. Τίποτε δεν ήταν δεδομένο και τίποτε δεν με έκαμψε. Συνέχισα ακάθεκτη την δουλειά με το ίδιο πάθος», λέει η κινηματογραφίστρια στο ΑΠΕ/ΜΠΕ. Σύντομα έγινε βοηθός του διευθυντή φωτογραφίας Λούκα Μπιγκάζι κι έπειτα άρχισε να κινηματογραφεί διαφημιστικά, τηλεοπτικές σειρές και ταινίες για τον κινηματογράφο.
Δηλώνει ερωτευμένη με τις ιστορίες, το διάβασμα και την παρατήρηση. Πιστεύει ότι υπάρχει ως ένα βαθμό συγγένεια σε θέματα που είτε γυναίκες είτε άνδρες τα προσεγγίζουν με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, αλλά «η ικανότητα να “δεις” δεν εξαρτάται από το φύλο».
Για τη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη της Τέλειας ομορφιάς και της Νιότης, Πάολο Σορεντίνο, και στην διεύθυνση φωτογραφίας στο «Το Χέρι του Θεού», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Γνωρίζω τον Πάολο πολλά χρόνια, δούλεψα στην πρώτη του ταινία πριν εικοσιτέσσερα χρόνια σαν βοηθός οπερατέρ όπως και στη συνέχεια, σχεδόν σε όλες τις ταινίες του, ως χειρίστρια κάμερας. Σίγουρα αυτή η σχέση ήταν πλεονέκτημα στο “Χέρι του Θεού”. Στην διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας μας είπε κατά τη γνώμη μου κάτι πολύ σημαντικό: “Η ταινία είναι προσωπική, μιλά για εμένα αλλά επίσης για όλους εσάς και για τη στιγμή που ερωτευτήκατε τον κινηματογράφο”. Για μένα η ταινία ήταν ένα ταξίδι στην νιότη», λέει η Ντάρια Ντ’ Αντόνιο.
Κι όταν τη ρωτάμε πώς ερμήνευσε στον φακό το φως της Νάπολης και τη μαγεία της εικόνας της απαντά: «Η Νάπολη είναι η πόλη μου, παρόλο που έζησα πολλά χρόνια στη Ρώμη. Συνεχίζει να με εκπλήσσει και να μου κόβει την ανάσα. Είναι μια πόλη χαοτική, γεμάτη ομορφιά και αντιφάσεις. Είναι αδύνατον να την ερμηνεύσω. Υποκλίνομαι στην δύναμη της».