Για την οικονομική καταστροφή και την πτώχευση που πέρασε μίλησε ο Ανδρέας Μικρούτσικος σε συνέντευξή του στο ΟΚ! και στη Σόνια Καζόνι.
Μετά από μια δεκαετία, σήμερα είσαι ξανά καθημερινά στην τηλεόραση. Έμεινες όμως πολλά χρόνια εκτός, ενώ υπήρχαν προτάσεις να επιστρέψεις.
Υπήρχαν, αλλά δεν είχα δυνάμεις. Είχα κουραστεί από έναν διωγμό. Τι εννοώ διωγμό; Είχε γίνει αυτή η πτώχευση, μου πήραν ό,τι είχα και δεν είχα και με κυνηγούσαν οι τράπεζες. Την τελευταία χρονιά στο Star επέστρεφα σπίτι και έβρισκα κάθε μέρα θυροκόλληση.
Αυτό επί μήνες. Δεν το άντεχα. Έμπαινα σπίτι και όταν χτυπούσε το κουδούνι δεν άνοιγα. Κι αν επέμενε ο δικαστικός κλητήρας, του άνοιγα και μου έλεγε με πολλή ευγένεια «καλησπέρα σας, ξέρετε…» και έλεγα «ξέρω, ξέρω…».
Είχα σπίτια στην Πάτρα, στο Ντράφι, στην Κηφισιά, στη Μήλο και έρχονταν για πλειστηριασμούς. Επί έναν χρόνο άκουγα το κουδούνι και σαν τον σκύλο του Παβλόφ έλεγα μέσα μου «θυροκόλληση». Αυτό σταδιακά με οδήγησε στην απομόνωση και θα σου εξηγήσω γιατί.
Τον πρώτο καιρό έρχονταν κάποιοι φίλοι στο σπίτι να με επισκεφτούν. Θυμάμαι, τους είχα πει την ιστορία, πώς συνέβη όλο αυτό, και μια φίλη μου έβαλε τα κλάματα. Τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ τους βαραίνω και αποφάσισα να μην ξαναπώ την ιστορία. Κι έτσι απομονώθηκα.
Γιατί όποιος ερχόταν από ενδιαφέρον θα με ρωτούσε, εγώ όπως είμαι λαλίστατος θα έλεγα τι συμβαίνει, θα βάραινε η καρδούλα του και δεν ήθελα να γίνομαι βάρος των άλλων.
Έχοντας συνηθίσει να έχω τους άλλους υπό τη σκέπη της δικής μου προσφοράς, γενναιοδωρίας και προστασίας, δεν ήθελα να γίνω ξαφνικά η πηγή του προβλήματος. Και κλείστηκα στον εαυτό μου.
Δεν ήταν κάπως ενοχικό αυτό;
Βεβαίως. Ένιωθα ενοχικά και απέναντι στους φίλους μου, αλλά κυρίως απέναντι στον γιο μου. Ενώ θα μπορούσα να του δώσω μια περιουσία ως εφαλτήριο, τον έβαλα στα δύσκολα, έχοντας βέβαια μέχρι τότε προσφέρει τα πάντα. Κι ενώ όλοι νόμιζαν πως αυτή η κλεισούρα μου ήταν κατάθλιψη, αν παρ’ όλα αυτά ερχόσουν να με δεις, θα περνούσαμε καλά, θα γελούσαμε. Δεν ήταν κατάθλιψη, ήταν αυτοαπομόνωση.