“Ο πρώτος μου έρωτας με σημάδεψε. Με αυτό τον άνθρωπο ήμασταν ξανά μαζί μετά από πολλά χρόνια. Η μητέρα μου ευθύνεται για αυτό τον έρωτα” είπε η Δήμητρα Κατσαφάδου.
Στο περιοδικό ΟΚ! και στον Νίκο Γεωργιάδη έδωσε συνέντευξη η Δήμητρα Κατσαφάδου, η οποία μίλησε για το γάμου που είχε κάνει και τη μάχη που έδωσε με την κατάθλιψη.
Έχεις ερωτευτεί δυνατά;
Πολύ. Ο πρώτος μου έρωτας με σημάδεψε. Με αυτό τον άνθρωπο ήμασταν ξανά μαζί μετά από πολλά χρόνια. Η μητέρα μου ευθύνεται για αυτό τον έρωτα. Τότε διάβαζα για τις Πανελλαδικές και ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Εκείνη λοιπόν, για να μην απογοητευτώ και παρατήσω τη μελέτη, μου έστελνε κάθε μέρα λουλούδια και αρκουδάκια και καλά από εκείνον – από τότε αν μου φέρει άντρας αρκουδάκι, θα του το πετάξω στο κεφάλι!
Τα σημειώματα εκείνα έγραφαν «μη σταματάς, συνέχισε. Εγώ». Αυτό συνεχιζόταν για δύο χρόνια επειδή έδωσα δύο φορές εξετάσεις γιατί ήθελαν να περάσω στην Ιατρική – τελικά και τις δύο φορές πέρασα στο Χημικό. Να τον βλέπω έξω τον άνθρωπο και να μη μου ρίχνει βλέμμα. Και να αναρωτιέμαι «αφού με θέλει γιατί δεν μου μιλάει;».
Όταν πια μπήκα στο πανεπιστήμιο, μου λέει η μάνα μου «εγώ σου τα έστελνα, αυτός δεν σε θέλει». Μου έμεινε ένα απωθυμένο μαζί του που έπρεπε να ολοκληρωθεί. Τα φτιάξαμε για λίγο και μετά ξανασμίξαμε αμέσως μετά τον γάμο μου.
Όταν χωρίσαμε, είχα στεναχωρηθεί τόσο πολύ που δεν ήθελα να βγαίνω από το σπίτι. Πάθαινα σοβαρές κρίσεις πανικού, είχα κατάθλιψη. Μπορεί να φαίνομαι δυναμική αλλά είμαι πολύ ευαίσθητη. Η κατάθλιψη είναι σαν ένα σκουλίκι που σε τρώει από μέσα σου.
Η κατάθλιψη δεν στάθηκε όμως εμπόδιο στη δουλειά σου;
Ακριβώς το αντίθετο. Εκείνη την περίοδο είχα τις μεγαλύτερες εμπνεύσεις μου. Όταν σκέφτηκα να βάλω ζωντανό μύκητα στην κρέμα, ήμουν στα πατώματα. Με έλεγαν τρελή τότε. Για αυτή την εφεύρεση πήρα παγκόσμια πατέντα. Εκείνη την περίοδο μου έλεγες «πάμε μέχρι τη Ραφήνα» και ήταν σαν να μου έλεγες να πάμε στην Αλεξανδρούπολη.
Ήμουν διαλυμένη συναισθηματικά. Και επειδή κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος κι εγώ είχα χάσει λίγα χρόνια πριν τον καλύτερο μου φίλο, μου έξυσε τις πληγές. Εκεί με βοήθησε πολύ ο αδελφός μου, ο Νικόλας. Απομακρυνόμασταν δυο χιλιόμετρα από την Αγία Παρασκευή κι εγώ έκλαιγα με μαύρο δάκρυ, του φώναζα «σε παρακαλώ, γύρισε με σπίτι». Και εκείνος μου απαντούσε «όχι, θα τα καταφέρεις».
Δεν πήγες σε ειδικό;
Φυσικά. Πήρα και αγωγή. Ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος πρέπει κιόλας να σου ταιριάζει. Εγώ έπεσα σε έναν φανταστικό. Του έλεγα «γιατρέ, δεν μπορώ να πάω ούτε μέχρι απέναντι, νομίζω ότι έχω τρελαθεί». Και εκείνος μου έλεγε «όποιος κάθεται σε αυτή την καρέκλα είναι καλός άνθρωπος. Δεν είσαι τρελή, είσαι παραπάνω ευαίσθητη».