“Έκανα μόνος μου ψυχοθεραπεία” εξομολογείται ο Γιώργος Καράμπελας.
Για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τα σκοτάδια που αντιμετώπισε στο πρόσφατο παρελθόν μίλησε από καρδιάς ο Γιώργος Καράμπελας στη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό 7 Μέρες Tv και τον δημοσιογράφο Γιάννη Βίτσα.
Δεν ήταν όμως χαρούμενα τα παιδικά σας χρόνια. Έχετε δεχτεί μιας μορφής bullying από τους γονείς σας…
Σε αυτή την κουβέντα χωρούν πολλά… Προς Θεού, να μην παρεξηγηθεί όμως αυτή η λέξη διότι, δυστυχώς, στην κοινωνία γίνεται κάτι… καραμέλα και χάνει την ουσία του. Κάθε άνθρωπος που έχει βιώσει κάτι τέτοιο το αντιλαμβάνεται.
Ακριβώς όμως επειδή εκφέρουμε δημόσιο λόγο αυτή την στιγμή είναι καλό να ακούγονται κάποια πράγματα γιατί λειαίνονται, αμβλύνονται και ο κόσμος εκπαιδεύεται.
Τι θέλω να πω… Τις δεκαετίες του ’70 και του -80, που μεγάλωσα εγώ, το bullying και η ψυχολογική πίεση θεωρούνται έως και φυσιολογικά. Οι τσακωμοί, ακόμα και το να σηκώσει ένας γονιός χέρι στο παιδί του – δεν λέω ότι συνέβη σε μένα – δεν ήταν κατακριτέα. Εγώ λοιπόν προερχόμουν από μια αστική οικογένεια, από τη Μάνη, οικογένεια στρατιωτικών, αλλά και λογίων.
Η μητέρα μου ήταν μεγάλη συλλέκτρια. Από εκείνη πήρα την αγάπη για το design και την αισθητική. Ενώ όμως από τη μία μου έδιναν όλη αυτή την πληροφορία, την ίδια στιγμή, μου τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια μου, λέγοντας μου ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι για εμάς.
Χρειάστηκε να κάνετε ψυχοθεραπεία;
Έκανα μόνος μου. Έκανα πολλή δουλειά με τον εαυτό μου.
Δηλαδή;
Με απλοϊκό τρόπο θα σας πω ότι ξέσκισα τις σάρκες μου. Δημιούργησα μια κοσμογονία. Απομάκρυνα ανθρώπους και καταστάσεις.
Πόσα χρόνια ήσαστε στο σκοτάδι;
Πολλά! Και το σκοτάδι στο οποίο εγώ αναφέρομαι είχε μια δισυπόστατη διάσταση σε μένα. Συνέβαινε το εξής οξύμωρο… Ενώ για την κοινωνία θεωρούμουν επιτυχημένος, εγώ μέσα μου ένιωθα αυτό που λένε frustrated. Ένιωθα μιζέρια, διχασμό, είχα ακουμπήσει σίγουρα κάπου και στην κατάθλιψη. Διέθετα όμως μια θεατράλε, έντονη προσωπικότητα, οπότε όλα αυτά στον κόσμο καλύπτονταν και εγώ, ακριβώς επειδή ήταν τέτοιες οι κοινωνίες και τα στόματα κλειστά, ντρεπόμουν να μιλήσω.
Για πολλά χρόνια δεν μιλούσα. Και αυτό με οδηγούσε ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι, στο να κάνω ακόμα περισσότερη παρέα με τους δαίμονες μου. Οπότε εγώ, ενώ ουσιαστικά ανδρώθηκα, εργάστηκα, έβγαλα χρήματα, έγινα γνωστός, ταξίδεψα, ερωτεύτηκα, όλα αυτά λοιπόν που θα μπορούσαν να ήταν μια υπέροχη ζωή – και ήταν μια υπέροχη ζωή -, την ίδια στιγμή ένιωθα αυτό το τεράστιο κενό.