Η Καίτη Ιμπροχώρη είναι μία από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου. Έπαιξε δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα και ξεχώρισε με την εντυπωσιακή της εμφάνιση και το απαράμιλλο υποκριτικό της ταλέντο. Η Καίτη Ιμπροχώρη, αν και δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, μάς μιλάει για την ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται», για την ατμόσφαιρα της εποχής και το πώς βίωσε το lockdown και την πανδημία.
-Ποιος ήταν ο ρόλος σας στην ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται»;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Δυσκολίες δεν αντιμετώπισα ούτε στην εν λόγω ταινία (σ.σ. ρόλος της Λένας Βέργου), ούτε σε άλλες, καθώς έκανα πάντα γυναίκες μεγάλες και όχι ενζενί. Το συγκεκριμένο έργο είναι του Μελλά. Ο ρόλος που υποδύθηκα, ήταν μιας πλούσιας γυναίκας, που έκανε τη ζωή της. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ήταν από λαϊκή τάξη και η κάστα αυτή δεν κοιτάζει το χρήμα, αλλά πώς να είναι πρωτίστως άνθρωποι.
Στον αντίποδα, η άρχουσα τάξη νόμιζε πως με το να πάρει κάποιους τίτλους πολιτικούς ή κάποια χρήματα, θα είναι σπουδαία και τρανή. Άνθρωπος, όμως, δεν γίνεσαι με τα λεφτά, αλλά με την ανθρωπιά. Για όσους δεν θυμούνται την ταινία, ένας γραφικός ταβερνιάρης του Πειραιά (ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) αναγκάζεται να υποδυθεί τον αριστοκράτη για χατίρι του γιου του, που έχει παντρευτεί μια κοπέλα της υψηλής κοινωνίας. Έτσι, περνάει από ειδική εκπαίδευση για να ταιριάξει στο νέο περιβάλλον, που ασχολείται με το φαίνεσθαι και όχι την ουσία του ανθρώπου.
Ωστόσο, το ηθικό μήνυμα που περνάει η συγκεκριμένη ταινία, είναι πως ο μαθητής γίνεται δάσκαλος της καλής κοινωνίας και δίνει μαθήματα τιμιότητας και ευθύτητας στους ξιπασμένους και ενίοτε απατεώνες αστούς. Η ταινία (όπως τονίζει η κ. Ιμπροχώρη) ήταν στην πραγματικότητα πολιτική και περνούσε μηνύματα (όσο ήταν δυνατόν με τη λογοκρισία). Ήταν βασισμένη στο βιβλίο του Ακαδημαϊκού Σπύρου Μελλά και αποτελεί την κινηματογραφική εκδοχή του «Λούνα Παρκ». Η δε ταινία, ήταν το κύκνειο άσμα του Φιλοποίμενα Φίνου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Δεν είναι τυχαίο που η ταινία έφτασε να κόψει 49.000 εισιτήρια στην Α’ προβολή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
-Η εικόνα μιας όμορφης γυναίκας σας εμπόδισε να παίξετε κάποιους ρόλους;
Όχι, σε καμία περίπτωση, γιατί δεν παίζαμε τους εαυτούς μας. Μέσα από τον εαυτό μας περνάμε τον ρόλο. Στον κινηματογράφο και στο θέατρο έκανα πάντα διαφορετικούς ρόλους, παράδειγμα ο «Ποπολάρος», «Οι 20 γυναίκες».
-Πού έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται»;
Τα γυρίσματα είχαν γίνει στο στούντιο «Άλφα», στα Μελίσσια. Έχω ωραίες αναμνήσεις καθώς όλοι οι ηθοποιοί ήμασταν του θεάτρου και γνωριζόμασταν μεταξύ μας και με κάποιους είχαμε συνεργαστεί και επί σκηνής. Ήταν μια πολύ καλή συγκυρία η συνεύρεσή μας. Με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο είχα συνεργαστεί στο θέατρο, όπως και με τη Λουίζα Ποδηματά ενώ με την Τόνια Καζιάνη είμαστε φίλες. Με τους περισσότερους εκ των ηθοποιών είχα συνεργαστεί.
-Υπήρξαν κάποιες δυσκολίες στα γυρίσματα της ταινίας ή κάποια ευτράπελα;
Όχι, εγώ είχα πάντα αγαστές σχέσεις με όλους τους συναδέλφους. Μεταξύ μας υπήρχε σεβασμός και επαγγελματισμός. Ο Παπαγιαννόπουλος ήταν ωραίος άνθρωπος και άριστος επαγγελματίας. Αν ήταν στο εξωτερικό, θα είχε μεγαλουργήσει. Βέβαια, στην ελληνική πραγματικότητα δεν αδικήθηκαν οι ηθοποιοί. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως εν αντιθέσει με τη Ρένα Βλαχοπούλου που αυτοσχεδίαζε, δεν ήθελε κανείς ηθοποιός να αυτοσχεδιάσει -ούτε καν να αλλάξει ένα άρθρο από το κείμενο- καθώς τον ενοχλούσε και κατά κάποιον τρόπο νεύριαζε, γιατί έχανε τον ειρμό.
Με τη Ρένα (σ.σ. Βλαχοπούλου) που είχα συνεργαστεί και συνεχώς αυτοσχεδίαζε, δεν ήξερες από πού να πιαστείς για να πας παρακάτω. Ήταν, όμως, μεγάλη ηθοποιός και για μένα, είχε καταπληκτική εμπειρία. Στενές επαφές δεν είχα με κανέναν συνάδελφο εκτός θεάτρου. Βέβαια, μετά τις παραστάσεις βγαίναμε έξω για φαγητό , να πιούμε ένα κρασί και να ξεκουραστούμε. Αλλά επειδή δεν έπαιρναν ανθρώπους εκτός θεάτρου, (δηλαδή κάποιον τυχαίο από τον δρόμο), όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας.
-Είχατε ποτέ αντιμετωπίσει σεξουαλική παρενόχληση ή κάποια άκομψη συμπεριφορά;
Όχι, ποτέ, ούτε εγώ, ούτε οι άλλες ηθοποιοί. Υπήρχε σεβασμός μεταξύ συναδέλφων. Ίσως, ήταν και πιο αγνές εποχές τότε σε σχέση με σήμερα.
-Κάνατε ποτέ κάποιες θυσίες για να διατηρήσετε την εξαιρετική σας εμφάνιση και το αψεγάδιαστο κορμί σας;
Εγώ, προσωπικά ποτέ. Αγωνίζομαι μάλιστα να βάλω κιλά και δεν το καταφέρνω.
-Πώς γινόταν, κ. Ιμπροχώρη, η επιλογή των ηθοποιών, τη «χρυσή εποχή» του κινηματογράφου;
Ο σκηνοθέτης ερχόταν να επιλέξει τον ηθοποιό, αφού τον είχε δει να παίζει στο θέατρο. Εκεί, κρινόντουσαν τα πάντα και γινόντουσαν οι προτάσεις. Τότε, ήμασταν και λιγότεροι ηθοποιοί. Σε μένα έτσι γινόντουσαν οι προτάσεις, αλλά και σε όλους τους συναδέλφους. Ακόμη και σήμερα, τον πρώτο ρόλο, αναφορικά με την επιλογή των ηθοποιών, τον έχει ο σκηνοθέτης. Δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή castings.
-Υπήρξαν ταινίες που θα επιθυμούσατε να παίξετε και δεν είχατε προτάσεις;
Όχι, άλλωστε εγώ συνεργάστηκα κυρίως με τη Φίνος Φιλμ. Μόνο με τον Βαγγέλη Γεωργιάδη για την τηλεοπτική σειρά «Γιούγκερμαν», αν και ήθελα να συμμετέχω στο cast, δεν προχωρήσαμε, γιατί εγώ έφυγα στην Αμερική.
-Η εποχή του «χρυσού κινηματογράφου», όπως είναι στη δική μας συνείδηση, ήταν και για τους ηθοποιούς εξίσου «χρυσή»;
Εγώ, αγαπάω πολύ τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, αν και βαριέμαι να βλέπω πλέον τις ταινίες, καθώς τις έχω δει πάμπολλες φορές. Πιστεύω πως η κοινωνία έχει αλλάξει, πλέον. Εκείνη την εποχή, ο ελληνικός κινηματογράφος φαινόταν προς τα έξω πως είχε μια αφέλεια, ωστόσο, αντικατόπτριζε την κοινωνία της εποχής. Τον Έλληνα με το χιούμορ, την πονηριά και γενικώς με τα καλά και κακά του στοιχεία. Τότε, ο κινηματογράφος ήταν αληθινός.
-Τι συναισθήματα νιώθετε, όταν βλέπετε τον εαυτό σας στις ταινίες εκείνης της εποχής;
Δεν νιώθω κάτι ιδιαίτερο. Λέω μέσα μου πως έπαιξα καλά τον ρόλο, ίσως θα μπορούσα και καλύτερα. Δεν πηγαίνω πίσω ποτέ. Δεν αναπολώ και δεν νιώθω νοσταλγία.
-Τι συναισθήματα νιώσατε όταν ο Νίκος Δαδινόπουλος πέθανε;
Ο Νίκος πέθανε από καρκίνο. Στεναχωρήθηκα, όπως όταν πέθανε μόνος από καρδιά και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Δυστυχώς, είχαμε όλοι τόση πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίναμε να έχουμε κοινωνικές σχέσεις, να μιλάμε στο τηλέφωνο ή να βλεπόμαστε και γι’ αυτό πολλές φορές βρισκόμασταν μόνο στα πλαίσια μιας συνεργασίας. Ο υπόλοιπος χρόνος ήταν αφιερωμένος στην οικογένεια. Εγώ τουλάχιστον, δεν μπορούσα, δεν ήθελα να αφιερώσω χρόνο.