Τότε έρχεσαι αντιμέτωπος με την αναλγησία του κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χαθούν ευκαιρίες και κέρδη όχι μόνο για τους επιχειρηματίες, αλλά και για το ίδιο το κράτος!
Στην Ελλάδα της κρίσης οι ιδέες που γνωρίζουν διεθνή επιτυχία υπάρχουν και μετατρέπουν παραμελημένα προϊόντα σε χρυσάφι. Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν να αντιμετωπίσουν ακόμα και νόμους του 19ου αιώνα, όπως συνέβη στην περίπτωση με το τσάι του βουνού και τον Δημήτρη Πολιτόπουλο, τον επιχειρηματία που σκέφτηκε να το βάλει σε κουτάκια και να το εξάγει διεθνώς. Ο νόμος που είχε ψηφιστεί στη χώρα μας επί Όθωνα απαγόρευε στις ελληνικές ζυθοποιίες να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μπύρα.
Ο Δημήτρης Πολιτόπουλος όμως, δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Πάλεψε και κατάφερε ο νόμος αυτός να αλλάξει, ενώ μάλιστα παράλληλα προχωρούσε στη συσκευασία τσάι του βουνού παίρνοντας το ρίσκο, αν το παράλογο επικρατούσε, να του μείνει το εμπόρευμα. Ο επιχειρηματίας μιλώντας στη Σοφία Παπαϊωάννου για την εκπομπή της «360°» αποκαλύπτει ότι «Ο νόμος του Όθωνα απαγόρευε στις ζυθοποιίες στην πατρίδα μας να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μπύρα. Αυτό ήταν ένα μοναδικό φαινόμενο στον πλανήτη. Μόνο η Ελλάδα απαγόρευε στις ζυθοποιίες να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μπύρα. Οι άνθρωποι που τον έγραψαν είναι νεκροί εδώ και έναν αιώνα, οπότε προφανώς δε μπορούμε να τους ρωτήσουμε. Είναι ένας παράλογος νόμος που υπήρχε και προφανώς κανένας δε σκέφτηκε να τον αλλάξει.
Εμείς που είχαμε την ανάγκη να αλλάξει προσπαθήσαμε και το πετύχαμε τελικά και καταφέραμε να αλλάξει». Ο αγώνας του ενάντια στο νόμο κράτησε δύο χρόνια, αλλά παράλληλα είχε ξεκινήσει την καλλιέργεια του τσαγιού, χωρίς να έχει ακόμα στα χέρια του την απόφαση που θα του επέτρεπε να το εντάξει στην παραγωγή του. «Ξεκινήσαμε να το καλλιεργούμε πριν ακόμα αλλάξει ο νόμος. Γιατί ήμασταν σίγουροι ότι στο τέλος η λογική θα θριάμβευε. Αλλά σκεφτείτε να μην πέρναγε. Θα είχαμε όλους αυτούς τους τόνους στα χέρια μας. Τελικά τον Απρίλιο του 2012 άλλαξε ο νόμος και έτσι μας δόθηκε το δικαίωμα να μπορέσουμε να παράγουμε το καταπληκτικό αυτό αφέψημα», συμπληρώνει ο Δημήτρης Πολιτόπουλος αναφερόμενος στο τσάι του βουνού που από τα βουνά της Θράκης μπήκε σε κουτάκι και εξάγεται πλέον σε 20 με 25 χώρες στον πλανήτη.
Οι ιστορίες επιτυχίας ελληνικών προϊόντων δεν περιορίζονται στο τσάι του βουνού και στις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που συνάντησαν αυτοί που συνέλαβαν την ιδέα να το λανσάρουν στην αγορά. Η Σοφία Παπαϊωάννου συναντά και τον Έλληνα που καλλιεργεί την πιο πλούσια τροφή του κόσμου και που αποτελούσε ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της αμερικανικής και της σοβιετικής διαστημικής υπηρεσίας: τη σπιρουλίνα, που πλέον φτιάχνεται στις Σέρρες, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική παραγωγός χώρα σπιρουλίνας στην Ευρώπη. «Μας περιμένουν πολύ μεγάλες χώρες, για παράδειγμα Αγγλία που ήταν οι πρώτες μας πωλήσεις ή η Γερμανία. Θα θέλαμε πάρα πολύ να πουλήσουμε εκεί πέρα, όμως τα τελευταία 4-5 χρόνια που προσπαθούμε να μπούμε σε μεγάλο πρόγραμμα, για την αύξηση της παραγωγής της σπιρουλίνας αντιμετωπίζαμε κλειστές πόρτες από τα Υπουργεία», τονίζει ο παραγωγός Μιχάλης Ζουλουμίδης.
Μία από τις πλέον επιτυχημένες επιχειρηματικές ιστορίες με ελληνικά προϊόντα είναι κι αυτή του Γιώργου Κορρέ, του ανθρώπου που κατάφερε από το μικρό φαρμακείο ομοιοπαθητικών φαρμάκων στο Παγκράτι να κερδίσει τις προτιμήσεις, όσον αφορά τα καλλυντικά με φυσικά υλικά, σε 30 χώρες του κόσμου.
«Η Ελλάδα έχει περίπου 6000 βότανα, από αυτά 1350 είναι ενδημικά. Αυτό σημαίνει ότι θα τα βρεις μόνο στην Ελλάδα. Για να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό η Γερμανία έχει 20 ενδημικά βότανα και η Αγγλία έχει 15. Όταν το φαράγγι της Σαμαριάς έχει σχεδόν 100, έχουμε μια μοναδικότητα η οποία οφείλεται στο κλίμα μας και στο έδαφος. Αυτή η τρομερή ποικιλομορφία καταλήγει να υπάρχει μια τρομερή ποιότητα στα βότανα. Όταν ζεις λοιπόν σε αυτό το πράγμα είναι αυτονόητο να θες να το εκφράσεις, έτσι από πολλά χρόνια πια, είμαστε εστιασμένοι στα ελληνικά βότανα, για εμένα είναι σκοπός η ανάδειξη των ιδιοτήτων των ελληνικών βοτάνων», λέει ο Γιώργος Κορρές στην κάμερα της εκπομπής «360°».
Άλλοι στράφηκαν στην κτηνοτροφία και τα παραμελημένα μέχρι πριν από λίγα χρόνια βουβάλια. «Πάμε στη ΔΕΘ, λέμε βουβαλίσιος καβουρμάς, κανείς δεν ήθελε. Δειλά δειλά, άρχισαν να το δοκιμάζουν. Και ξαφνικά, πλήθαιναν, ο ένας με τον άλλον, όλοι ήθελα να δοκιμάσουν το βουβαλίσιο καβουρμά. Ήρθαν εστιατόρια, ντελικατέσεν, ήθελαν να συνεργαστούμε», αφηγείται στη Σοφία Παπαϊωάννου ο κτηνοτρόφος Ζέλιος Μπόρας.
Στο πλαίσιο της έρευνάς της η δημοσιογράφος ταξιδεύει και έως το Άγκιστρο που βρίσκεται κοντά στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα. Εκεί, κάποιοι είδαν την ευκαιρία στη θερμότητα της γης και μετέτρεψαν αναξιοποίητες θερμές πηγές σε ένα από τα πλέον γνωστά τουριστικά θέρετρα με ιαματικά λουτρά στα Βαλκάνια. Όπως λέει ο αντιπρόεδρος της αναπτυξιακής εταιρείας Αγκίστρου Γιώργος Τάσσης «Η περιοχή αυτή ήταν σε κατάσταση θα έλεγα ημιάγρια. Ήταν απαγορευμένη ζώνη στρατιωτικά ελεγχόμενη και σαν παρά μεθόρια ζώνη. τότε ήμασταν ακριβώς στα τέλη του ψυχρού κλίματος, του κλίματος του ψυχρού πολέμου. Οι νέοι στο χωριό ήταν πάρα πολύ λίγοι. Οι νέοι έφευγαν είτε στο εξωτερικό είτε εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα. Το 1998, η τότε κοινότητα Αγκίστρου, αποφάσισε την αξιοποίηση των ιαματικών πηγών. Με σωστή διαχείριση κοινοτικών κονδυλίων, φτιάχτηκαν οι πρώτες εγκαταστάσεις λουτρών και υδροθεραπείας. Έτσι, από τη μια μέρα στην άλλη, το ακριτικό Άγκιστρο έγινε κέντρο ιαματικού τουρισμού».
«Όταν όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού γίνονται μέτοχοι σε μία τοπική εταιρεία όλα αλλάζουν», τονίζει η Σοφία Παπαϊωάννου που απόψε, στις 23:45, μέσα από την εκπομπή της «360°» στον ALPHA συναντά ανθρώπους που ανακάλυψαν ξανά τα ελληνικά προϊόντα, πάλεψαν ακόμα και με απαρχαιωμένους νόμους και κατάφεραν να τα κάνουν best sellers σε πολλές χώρες.