Ισχυρές ήταν οι ετήσιες επιδόσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών το 2023, σύμφωνα με την DBRS, ενώ προβλέπεται συνέχιση της ανοδικής δυναμικής αν και εντοπίζει μία πρόσθετη επιβάρυνση για τα έσοδα τους από το πλαφόν που έχει μπει στα στεγαστικά δάνεια, καθώς και από τη μηδενική αποζημίωση για τα υποχρεωτικά αποθεματικά που τηρούνται στην ΕΚΤ.
Η DBRS αναφέρει, ωστόσο, πως και σε σχέση με τις παραπάνω αρνητικές επιδράσεις από το πλαφόν στα στεγαστικά και τις αποζημιώσεις, οι τράπεζες εφαρμόζουν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου στο πλαίσιο της προσδοκίας για χαμηλότερα βασικά επιτόκια στην ΕΚΤ, προκειμένου να αποσπάσουν κάποιο όφελος στα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) και να μειώσουν τη μελλοντική ευαισθησία στις αλλαγές των επιτοκίων.
Ως εκ τούτου, τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIM) πιθανότατα θα παραμείνουν ισχυρά το 2024.
Ο οίκος αξιολόγησης υπενθυμίζει πως οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,6 δισ. ευρώ το 2023, μειωμένα κατά 4% σε ετήσια βάση (ετησίως), αν και το 2022 περιλάμβανε σημαντικά μη επαναλαμβανόμενα κέρδη συναλλαγών και άλλα έσοδα.
Έτσι η DBRS δίνει έμφαση σε τρία σημεία:
- Τα έσοδα του 2023 ενισχύθηκαν από την ισχυρή αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), καθώς τα χαρτοφυλάκια δανείων και χρεογράφων έχουν υψηλότερες αποδόσεις ενώ το κόστος χρηματοδότησης των καταθέσεων έχει αυξηθεί οριακά. Τα καθαρά έσοδα από τόκους πιθανότατα θα μειωθούν το 2024 αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες, αν και δυνητικά πιο αργές, μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, καθώς και υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης καταθέσεων και χονδρικής και υψηλότερο ανταγωνισμό για όγκους δανείων. Η ισχυρή πειθαρχία στη μείωση του κόστους παρά τις πληθωριστικές πιέσεις έχει συμβάλει στη στήριξη της λειτουργικής κερδοφορίας, σύμφωνα με τη DBRS.
- Το 2023, το κόστος κινδύνου, ήταν ελαφρώς αυξημένο σε σύγκριση με το 2022, αλλά παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα του πρόσφατου παρελθόντος. Πιθανότατα θα παραμείνει υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο άμεσο μέλλον, καθώς τα προφίλ κινδύνου εξακολουθούν να εμφανίζονται πιο αδύναμα, αν και σημαντικά βελτιωμένα, από ό,τι στην Ευρώπη, και οι τράπεζες παραμένουν γενικά επιφυλακτικές όσον αφορά τους μελλοντικούς κινδύνους ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων στο τρέχον περιβάλλον.
- Η ρευστότητα του κλάδου επωφελείται από μεγάλες και τις σταθερές καταθετικές βάσεις και τις αποπληρωμές του TLTRO III που προχωρούν σύμφωνα με το πλάνο. Τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί, ωστόσο η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει αδύναμη. Η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα καθώς και οι πρόσφατες καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τελικά σε αύξηση της διάθεσης των επενδυτών να τοποθετηθούν σε αυτές, επιτρέποντας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να ολοκληρώσει σχεδόν την αποεπένδυσή του από τις συστημικές τράπεζες.