Ηπιότερη από τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρξε η αύξηση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ελλάδα εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων της ΕΚΤ. Η έναρξη της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται τον Ιούνιο και οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τέσσερις μειώσεις επιτοκίων, κατά 0,25 της μονάδος εκάστη, εντός του 2024.
Κλείνοντας ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων, αφήνει τις ελληνικές επιχειρήσεις (όπως και τα νοικοκυριά, αν και τα τελευταία απέφυγαν τον δανεισμό) με σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού τους. Ωστόσο, η αύξηση στο κόστος δανεισμού δεν ενσωμάτωσε τη συνολική άνοδο των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, που από τον Ιούνιο του 2022 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 αυξήθηκαν κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπρόσθετα, σε πραγματικούς όρους (δηλαδή αφαιρουμένου του πληθωρισμού από το ονομαστικό επιτόκιο), προκύπτει ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού στην Ελλάδα ήταν ηπιότερη από τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, στην οποία καταγράφεται ότι το μέσο πραγματικό επιτόκιο των δανείων για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα διαμορφώθηκε πέρυσι σε 1,6%, από αρνητικό -5,5% το 2022 (και 4,9% κατά μέσο όρο την περίοδο 2011-2020). Όσο για το μέσο επιτόκιο δανείων προς νοικοκυριά, διαμορφώθηκε σε 1,9%, έναντι -4,1% το 2022 (2011-2020: 4,9%).
Τα στοιχεία της ΤτΕ για το κόστος του χρήματος το 2023, δείχνουν τα εξής:
Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,5% το 2022. Αναλυτικότερα, στα δάνεια με καθορισμένη διάρκεια (τακτή λήξη) το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε από 1,5 έως 2,5 ποσοστιαίες μονάδες σε όλες σχεδόν τις επιμέρους κατηγορίες και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,8%, έναντι μέσης τιμής 3,4% το 2022. Στο ίδιο επίπεδο (5,8%) αυξήθηκε και το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (που αντιπροσώπευαν το 28% της ακαθάριστης ροής επιχειρηματικών δανείων με τακτή λήξη το 2023), κατά 2,1 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα της μέσης τιμής του 2022. Όσο για τα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, το μεσοσταθμικό επιτόκιο αυξήθηκε κατά 2,3 ποσ. μον. σε 6,5% (αλληλόχρεοι λογαριασμοί: 6,4%, υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως: 7,1%).
Ταξινομώντας τα επιχειρηματικά δάνεια με καθορισμένη διάρκεια αναλόγως ποσού, διαπιστώνεται ότι το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο το 2023 σε: α) 6,2% στα δάνεια έως 250.000 ευρώ (2022: 5,1%), β) 5,8% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και 1 εκατ. ευρώ (2022: 3,9%) και γ) 5,7% στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ (2022: 3,2%).
Σημειώνεται ότι οι όροι δανεισμού των επιχειρήσεων ήταν στην πράξη ακόμη καλύτεροι, λόγω της προσφοράς χαμηλότοκων δανείων μέσω του Ομίλου ΕΤΕπ και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, καθώς και των δανείων του «Ελλάδα 2.0». Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθαν το 2023 σε 2 δισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 11% των συνολικών νέων δανείων τακτής λήξης. Οι εκταμιεύσεις δανείων που συνδέονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ανήλθαν το 2023 σε 1,45 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας ένα επιπλέον 8% του συνόλου των νέων δανείων καθορισμένης διάρκειας προς επιχειρήσεις.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων στα δάνεια προς νοικοκυριά ήταν χαμηλότερες. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε το 2023 σε 4,1%, κατά 96 μονάδες βάσης υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2022 (η οποία ήταν κατά 132 μ.β. υψηλότερη από τη μέση τιμή του 2021). Το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας αυξήθηκε σε 11,3%, επίπεδο (+78 μ.β. από τη μέση τιμή 2022), ενώ το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας (πιστωτικές κάρτες, ανοικτά δάνεια, υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως) αυξήθηκε κατά 47 μ.β. σε 14,9%.