Με το βλέμμα στραμμένο στην Αμερική και τις υπόλοιπες αγορές του κόσμου βρίσκεται ο κλάδος της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας, καθώς όπως τόνισε ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) Απόστολος Τουραλιάς, μιλώντας σε εκπροσώπους του Τύπου, η «διεύρυνση της πίτας» αποτελεί μονόδρομο για τις εταιρείες.
Έχοντας ήδη κατακτήσει την Ευρώπη, επόμενος στόχος αποτελεί η Αμερική, όπου ήδη παρατηρείται αυξημένη ζήτηση, κυρίως από την Νέα Υόρκη, η οποία απορροφά έως τώρα το 50% των ψαριών που εξάγονται από την Ελλάδα. Σταδιακά οι εξαγωγές προς την αμερικανική αγορά αυξάνονται, φθάνοντας σήμερα τους 6.000 τόνους. Το σημαντικό είναι ότι η διατροφική αξία των ελληνικών ψαριών αναγνωρίζεται στις αγορές του κόσμου.
Ο στόχος για Αμερική
Σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, ο ΕΛΟΠΥ έχει χαράξει πρόγραμμα προβολής της διατροφικής αξίας που έχουν τα ελληνικά ψάρια υδατοκαλλιέργειας, προκειμένου να κατακτήσουν τη θέση που τους αξίζει. Στο πλαίσιο αυτό, για το 2023 έχει υπολογιστεί κονδύλι 3,5 εκατ. ευρώ σε δράσεις προβολής και προώθησης των ελληνικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, εκ των οποίων το 1 εκατ. ευρώ αφορά την αγορά της Αμερικής.
Στόχος είναι οι εξαγωγές σε τσιπούρα, λαβράκι και φαγκρί στην Αμερική να φθάσουν τους 20.000 τόνους την επόμενη τριετία, όταν το 2021, οι εξαγωγές κυμάνθηκαν στους 3.000 τόνους, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΟΠΥ.
Ο ανταγωνισμός
Τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας έχουν μεγάλη δυναμική, καθώς αποτελούν για την Ελλάδα το πρώτο εξαγώγιμο προϊόν του πρωτογενούς τομέα. Ωστόσο, ασκείται έντονος ανταγωνισμός, τόσο από τη γειτονική Τουρκία, όσο και από τις Αραβικές Χώρες, που τελευταία επιδιώκουν κι αυτές να μπουν δυναμικά στο παιχνίδι, «αντιγράφοντας μάλιστα την τεχνογνωσία από τις ελληνικές εταιρείες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σίμος Κεδίκογλου, σε εκδήλωση της ΕΛΟΠΥ.
Εκτός από τον αυξημένο ανταγωνισμό, το 2022, οι εταιρείες του κλάδου είχαν να αντιμετωπίσουν και το μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε από την αύξηση του κόστους της ενέργειας, οδηγώντας με τη σειρά της στην αύξηση του κόστους παραγωγής, σε ποσοστό που υπολογίζεται κοντά στο 25%. Στο σημείο αυτό ο κ. Τουραλιάς, έδωσε ως παράδειγμα το κόστος της ιχθυοτροφής, όπου στο τέλος του 2021 στοίχιζε για τον παραγωγό 1,1 ευρώ το κιλό και σήμερα υπερβαίνει το 1,4 ευρώ το κιλό, κι όλα αυτά όταν για να πάρει ένα κιλό σάρκας ψαριού χρειάζονται 2,5 κιλά τροφής. Μέχρι σήμερα, οι παραγωγοί έχουν απορροφήσει σημαντικό μέρος του κόστους.