Στη σημασία των νέων συνεργασιών μεταξύ της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και των ΗΠΑ, ως απαραίτητου συστατικού για ενεργειακή ασφάλεια στην Ευρώπη αλλά και για προσιτές τιμές ενέργειας, καθώς και τον σημαντικό ρόλο της ΔΕΗ στην ευρύτερη περιοχή επικεντρώθηκε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΔΕΗ, κ. Γιώργος Στάσσης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο 8ο Southeast Europe Energy Forum (SEEF2024) την Παρασκευή, 6 Σεπτεμβρίου 2024, στη Θεσσαλονίκη.
«Για την οικοδόμηση ενός ασφαλούς ενεργειακού συστήματος στην περιοχή μας απαιτούνται ισχυρές συνεργασίες και η συνεργασία μεταξύ της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι κρίσιμη. Σε αυτή τη νέα εποχή, δεν είναι έκκληση για προστατευτισμό. Είναι ένα κάλεσμα για τη δημιουργία νέων συνεργασιών» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Στάσσης. «Στη ΔΕΗ έχουμε δεσμευτεί να είμαστε μια δύναμη σταθερότητας, ενώ παράλληλα οδηγούμε την ενεργειακή μετάβαση προς τα εμπρός» συμπλήρωσε.
Ο κ. Στάσσης ξεκίνησε την ομιλία του θέτοντας το πλαίσιο για τον ενεργειακό κλάδο στην Ευρώπη, τονίζοντας τη διπλή πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει. Από τη μία βρίσκεται η ενεργειακή ασφάλεια η οποία πιέζεται από τις δύο εν εξελίξει γεωπολιτικές κρίσεις στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη υπάρχει η «κλιματική και ενεργειακή κρίση», όπως τη χαρακτήρισε, με ακραίους καύσωνες που πλέον δημιουργούν ανάγκες για ψύξη όλο και βορειότερα στην Ευρώπη, και πίεση στα αποθέματα νερού.
Οι δύο αυτές προκλήσεις, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΔΕΗ, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. «Έχει να κάνει με το πώς εξασφαλίζουμε ενέργεια για τις βιομηχανίες και τα νοικοκυριά μας, ενώ παράλληλα διασφαλίζουμε έναν πλανήτη στον οποίο μπορούμε να ζήσουμε όλοι».
Αναφερόμενος στο θέμα των τιμών της ενέργειας, ο επικεφαλής του Ομίλου ΔΕΗ τόνισε ότι η ενεργειακή ασφάλεια έχει υψηλό κόστος το οποίο είναι ένα σημαντικό ζήτημα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η λύση είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αλλά κλειδί για την επιτυχημένη ανάπτυξή τους είναι η ευελιξία. «Η ευελιξία προέρχεται τόσο από ενεργειακά στοιχεία, όπως μπαταρίες, αντλησιοταμίευση, μονάδες φυσικού αερίου, όσο και από ανθεκτικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των εθνικών δικτύων όσο και των διασυνδέσεων μεταξύ χωρών».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Στάσσης έδειξε προς ένα κοινό ρυθμιστικό περιβάλλον. «Μια ρυθμιστική ευθυγράμμιση μεταξύ των χωρών μας είναι υψίστης σημασίας, καθώς θα εξαλείψει τις αποκλίσεις των τιμών και θα ξεκλειδώσει τη μελλοντική ανάπτυξη».
Σε αυτό το σύνθετο και ρευστό περιβάλλον, ο ρόλος της ΔΕΗ είναι περισσότερο από απλώς ένας πάροχος ενέργειας. Η ΔΕΗ ξέρει πώς να αναπτύσσει γρήγορα καθαρή και ευέλικτη εγκατεστημένη ισχύ, πώς να επεκτείνει και να εκσυγχρονίζει δίκτυα και πώς να καλύπτει τις ανάγκες των πελατών στις νέες συνθήκες σε προσιτές τιμές.
«Γνωρίζουμε επίσης τη σημασία των εταίρων και, γενικά, το τι χρειάζεται για να πραγματοποιήσουμε την ενεργειακή μετάβαση ενώ παράλληλα εξασφαλίζουμε την ενεργειακή ασφάλεια» συμπλήρωσε ο κ. Στάσσης και συνέχισε: «Αυτή είναι η αποστολή μας και ο κύριος μοχλός πίσω από όλες τις αποφάσεις μας. Αποφάσεις όπως οι επενδύσεις μας στην Αλεξανδρούπολη, μια περιοχή που γίνεται υψίστης σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Και οι επενδύσεις και οι εξαγορές μας στην ευρύτερη περιοχή οι οποίες μας έκαναν τον μεγαλύτερο όμιλο ενέργειας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων και υπηρεσιών».
Νέα έρευνα CSIS: Power Plays – Η απάντηση της Ευρώπης στην ενεργειακή κρίση
Στη συζήτηση που ακολούθησε την ομιλία του επικεφαλής της ΔΕΗ, ο Διευθυντής ενεργειακής ασφάλειας και κλιματικής αλλαγής του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών -CSIS, κ. Joseph Majkut, και η Γενική Διευθύντρια Στρατηγικής Ομίλου ΔΕΗ, κα. Έλενα Γιαννακοπούλου, επικεντρώθηκαν στα στοιχεία που συνθέτουν την ενεργειακή ασφάλεια και ιδιαίτερα στην ανθεκτικότητα, την ευελιξία, τη συνεννόηση και τη συνεργασία. Έναυσμα για τη συζήτηση ήταν η νέα έρευνα του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) της Ουάσιγκτον, με τίτλο «Power Plays – Η απάντηση της Ευρώπης στην ενεργειακή κρίση», που παρουσιάστηκε πριν λίγες μέρες. Σε αυτή την μελέτη αναλύονται οι παράγοντες που οδήγησαν στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη και τον ρόλο της διατλαντικής συνεργασίας στην αντιμετώπισή τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, ενώ η Ευρώπη βγήκε από την κρίση ως ισχυρότερος ενεργειακός παράγοντας, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις σε τομείς όπως η μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η διπλωματία του υδρογόνου και η προστασία των κρίσιμων υποθαλάσσιων υποδομών.
Από την άποψη της διαφοροποίησης, η Ευρώπη έχει βρει τον τρόπο να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο. Αλλά αυτή η ενέργεια προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από πηγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, το κόστος αυτών των εναλλακτικών πηγών θα είναι υψηλότερο και, συνεπώς, θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Επιπλέον, καθώς η Ευρώπη επιταχύνει την πράσινη μετάβασή της, πρέπει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που ενέχει η αύξηση της εξάρτησης από τις εισαγωγές για τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, ιδιαίτερα από την Κίνα.
Η μελέτη του CSIS τονίζει ότι η κρίση έδωσε πολλά μαθήματα στους ειδικούς και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε διάφορους τομείς. Τα περισσότερα μαθήματα είναι θετικά. Οι δημοκρατίες και οι αγορές της Ευρώπης αποδείχθηκαν ανθεκτικές σε κραδασμούς, η Ρωσία απέτυχε στην προσπάθειά της να εκβιάσει τα κράτη μέλη της ΕΕ να παραχωρήσουν την υποστήριξη στην Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση απέδειξε γεωπολιτικό θάρρος εν μέσω μιας δυνητικά καταστροφικής κρίσης.
Ωστόσο, η κρίση άφησε ένα σημαντικό δημοσιονομικό σημάδι στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Το σοκ των τιμών και οι πληθωριστικές πιέσεις, οδήγησαν σε περισσότερα αντικαθεστωτικά κόμματα, πολλά από τα οποία μπορεί να επιδιώξουν να καθυστερήσουν πτυχές της ενεργειακής μετάβασης, όπως αναφέρεται στην έρευνα.