Για δύο βασικούς λόγους είναι σημαντική η χθεσινή (25.9.2024) ενεργειακή συμφωνία της ΔΕΗ με τους ομίλους Κοπελούζου και Σαμαρά. Καταρχήν, ο όμιλος ΔΕΗ επικεντρώθηκε μέχρι σήμερα στην εξαγορά και ανάπτυξη φωτοβολταϊκών έργων στη χώρα μας, σε αντίθεση με τα αιολικά, όπου διαθέτει μονάδες κυρίως στη Ρουμανία.
Τα δύο αιολικά πάρκα που αγοράζει η ΔΕΗ από τον Όμιλο Σαμαρά έχουν συνολική ισχύ 43,3 MW και μάλιστα χαρακτηρίζονται από βαθμό δυναμικότητας (capacity factor) 32%, δηλαδή υψηλότερο του μέσου όρου στη χώρα μας.
Πρόκειται, δηλαδή, για ποιοτικές μονάδες με αξία για την επιχείρηση. Το υπό εξαγορά χαρτοφυλάκιο των 1.700 MW περιλαμβάνει επίσης 1.050 MW αιολικών υπό ανάπτυξη.
Με τον τρόπο αυτό η ΔΕΗ είναι σε θέση να διαφοροποιήσει το παραγωγικό της προφίλ στις ΑΠΕ, πράγμα κρίσιμο για μια καθετοποιημένη επιχείρηση με παρουσία σε όλες τις τεχνολογίες παραγωγής. Από τη στιγμή που τα αιολικά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά παραγωγής σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά, η παρουσία και των δύο στο μείγμα της ΔΕΗ προσφέρει επιλογές που δεν θα διέθετε αλλιώς.
Η δεύτερη μεγάλη εξέλιξη που προκύπτει από τη συμφωνία έχει να κάνει με την απόκτηση μεριδίου 20% στη νέα μονάδα φυσικού αερίου της Αλεξανδρούπολης από τον Όμιλο Κοπελούζου. Πλέον, η ΔΕΗ αυξάνει τη συμμετοχή της από το 51% σε 71%, αποκτώντας καταστατική πλειοψηφία στο έργο.
Καθώς η μονάδα αυτή έχει υψηλή ισχύ της τάξης των 840 MW, θα παίξει σημαντικό ρόλο μελλοντικά στη στήριξη του εγχώριου συστήματος ηλεκτρισμού, αλλά και στο διασυνοριακό εμπόριο.
Ως γνωστόν, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας προβλέπει αύξηση της παραγωγής ρεύματος με αέριο ως το 2030 και έπειτα πτώση της. Το γεγονός ότι η ΔΕΗ καταφέρνει να εξασφαλίσει τη θέση της στο συγκεκριμένο καύσιμο-γέφυρα θα ενισχύσει τα οικονομικά της μεγέθη κατά την περίοδο της σταδιακής μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα προς τις ΑΠΕ