Ελέω του δυσβάσταχτου ενεργειακού κόστους, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας άμεσα τη στήριξη της Πολιτείας και την λήψη σειράς μέτρων. Την ζοφερή κατάσταση περιέγραψε σε εκπροσώπους του Τύπου ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, Παύλος Ραβάνης, τονίζοντας ότι «Μετά τις απανωτές κρίσεις (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή και πληθωριστική) ο χειμώνας προμηνύεται δύσκολος για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας».
Παρά την ώθηση που έδωσε ο τουριστικός κλάδος τους προηγούμενους μήνες, ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, Παύλος Ραβάνης στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη άμεσης στήριξης από την Πολιτεία, ξεχωρίζοντας ιδιαίτερα τους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας και της αρτοποιίας, οι οποίοι, όπως είπε, δέχονται το μεγαλύτερο ίσως χτύπημα εξαιτίας του ενεργειακού κόστους.
Η επιβάρυνση
Το κόστος της ενέργειας αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, καθώς τις επιβαρύνει με κόστος που ξεπερνά ίσως και το 200%. Για παράδειγμα μια επιχείρηση από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας πλήρωσε για τους πέντε μήνες του έτους Μάιο – Σεπτέμβριο επιπλέον 12.771,58 ευρώ μόνο για ηλεκτρικό ρεύμα. Κατέβαλε δηλαδή 24.862,48 ευρώ αντί για 12.090,90 ευρώ, που μεταφράζεται σε αύξηση της τάξης του 105,63% στο κόστος του ρεύματος το πεντάμηνο. Σε άλλη κλωστοϋφαντουργική εταιρεία που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο, η αύξηση των τιμών που καταγράφεται το Σεπτέμβριο φέτος, σε σχέση με πέρυσι, ξεπερνά το 330%. Οι αυξήσεις αυτές αφορούν μόνο την ενέργεια, όταν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν καταγράφουν αύξηση από 30 έως 50%.
Στην περίπτωση ενός αρτοποιείου που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο και κατανάλωσε 6.790 KWh το διάστημα 24/08/22- 26/09/22, θα πληρώσει 1.545,81 ευρώ, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι για κατανάλωση 6.323 KWh κατέβαλε 502,92 ευρώ. Και σε αυτή την περίπτωση η αύξηση ξεπερνά το 200% και φθάνει στο 207%.
Αντίστοιχα,, αρτοποιείο που χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα και κατανάλωσε 16.675 KWh το διάστημα 07/07/22- 08/09/22, καλείται να πληρώσει 5.094 ευρώ, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι, για κατανάλωση 19.401 KWh, κατέβαλε 1.497 ευρώ. Η αύξηση δηλαδή φθάνει στο 240%. Κι όλα αυτά, όταν οι επιχειρήσεις έχουν υποστεί κι άλλες αυξήσεις στην λίστα των εξόδων τους και κυρίως στην πρώτη ύλη.
Νέες εγγραφές
Παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί, στοιχεία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας δείχνουν τη δυναμική της μικρομεσαίες επιχειρηματικότητας, με στοιχεία του 2022. Ειδικότερα, εντός του έτους κατεγράφησαν 800 εγγραφές νέων επιχειρήσεων, 15 περισσότερες από τις 785 εγγραφές που είχαν καταγραφεί το 2021. Αντίστοιχα, μειωμένες σε σχέση με πέρυσι εμφανίζονται οι διαγραφές των εταιρειών από το μητρώο του ΒΕΑ, καθώς υποχώρησαν στις 287 το 2022, από 347 το 2021.
Τα μέτρα που προτείνει το ΒΕΑ
Την άμεση στήριξη των ΜμΕ ζητά το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο προτείνοντας μια σειρά μέτρων όπως:
-Επιβολή πλαφόν στις ανατιμήσεις στο πρότυπο των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών. Φορολόγηση του συνόλου των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η όποια επιδότηση των χαμηλότερων πλέον τιμολογίων από αυτούς τους φόρους και όχι από τους καταναλωτές και από το κράτος.
-Προσαρμογή του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας στα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου οι χρηματιστηριακές τιμές συμμετέχουν σε χαμηλό ποσοστό στη διαμόρφωση των τελικών τιμών (κάτω του 29%). Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου οι τιμές διαμορφώνονται κατά 100% από το Χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται απόλυτα τα τιμολόγια από τις αυξημένες διεθνώς τιμές του φυσικού αερίου.
– Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ή σταδιακή μείωσή του, εντός διετίας έως την οριστική κατάργησή του, με την παγιοποίηση της ανοδικής πορείας βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Ή, εναλλακτικά, το τέλος επιτηδεύματος να είναι η ελάχιστη φορολογική υποχρέωση του κάθε επαγγελματία. Δηλαδή όταν κάποιος επαγγελματίας δηλώνει κάποια κέρδη τα οποία όταν φορολογηθούν ο φόρος είναι μεγαλύτερος από το τέλος επιτηδεύματος να απαλλάσσεται από το τέλος, διαφορετικά να επιβαρύνεται με του τέλους επιτηδεύματος σαν μια ελάχιστη φορολογική υποχρέωση.
-Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%.
-Μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%. Με το υπάρχον φορολογικό σύστημα αν μια ατομική επιχείρηση παρουσιάσει κέρδη πάνω από τις 35.000 ευρώ, η φορολογία της γίνεται επαχθέστερη από αυτή των μικρών εταιρειών. Για κέρδη π.χ. 50.000 ευρώ η ατομική επιχείρηση, θα πληρώσει 2.900 ευρώ περισσότερα. Προφανώς, το φορολογικό καθεστώς αυτό, λειτουργεί ανασταλτικά για την ζητούμενη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ενώ δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Μια εναλλακτική πρόταση είναι η ενιαία φορολογία για όλες τις επιχειρήσεις (φυσικών και νομικών προσώπων), για τα κέρδη πάνω από ένα όριο.
-Μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%. Να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε επιχειρηματία να προκαταβάλει το φόρο που του αναλογεί, σύμφωνα με δική του πρόχειρη εκκαθάριση μέσα στη φορολογική χρήση που πραγματοποιεί τα κέρδη και για τα ποσά αυτά, να απαλλάσσεται της προκαταβολής φόρου για να υπάρχει ισονομία συγκριτικά με άλλες κατηγορίες φορολογούμενων.
-Να επανυπολογιστεί το αφορολόγητο όριο. Για τους επιχειρηματίες το όριο φορολογίας του 9% των 10.000 ευρώ, να γίνει τουλάχιστον 11.000 ευρώ. Και φυσικά με ανάλογη προσαρμογή όλων των ανώτερων ορίων αλλαγής της φορολογικής κλίμακας.
-Ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση εξόφλησης οποιασδήποτε οφειλής προβλέπεται απώλεια της ρύθμισης. Παράλληλα, να υπάρξει αύξηση του αριθμού των δόσεων πάγιων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών στον ΕΦΚΑ.
-Παροχή βιώσιμων ρυθμίσεων των προβληματικών δανείων, ώστε να επιστρέψουν στις τράπεζες και να αποκτήσουν και πάλι πρόσβαση στη χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις, καθώς λόγω πληθωριστικών πιέσεων, γεωπολιτικών εξελίξεων και αύξησης του κόστους ενέργειας, είναι πιθανή η δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.
-Καθορισμός πλαφόν ποσοστού αύξησης ενοικίων στην επαγγελματική στέγη. Εν μέσω ενεργειακής κρίσης, παρατηρείται και αύξηση ενοικίων από τους ιδιοκτήτες επαγγελματικών χώρων, κατά το δοκούν, σε δυσθεώρητα ύψη. Ο επιχειρηματίας, καλείται, είτε να υποκύψει, είτε να αναγκαστεί να προβεί σε αλλαγή στέγης, επωμιζόμενος ο ίδιος το κόστος της μεταφοράς έδρας, τις πιθανές απώλειες του πελατολογίου του και όλα τα έξοδα που χρειάζονται για μία σχεδόν νέα αρχή. Η έστω και προσωρινή ρύθμιση από την Πολιτεία, είναι απαραίτητη για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και όχι μόνο. Χρειάζεται άμεση παρέμβαση για την εξομάλυνση, αυτήν την κρίσιμη περίοδο για την οικονομία, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού.