Αρκετές φορές οι τηλεθεατές παρακολουθώντας τις «Άγριες Μέλισσες» σχολιάζουν στα social media πόσο πολύ «καλπάζει» η φαντασία και το σενάριο.
Τελικά όμως, όσο και αν οι «Άγριες Μέλισσες» είναι προϊόν μυθοπλασίας, φαίνεται ότι οι δημιουργοί της, η Μελίνα Τσαμπάνη και ο Πέτρος Καλκόβαλης γνωρίζουν πως τα πιο σκληρά σενάρια τα γράφει η ζωή.
Για αυτό το λόγο και στο τελευταίο επεισόδιο που προβλήθηκε, την Πέμπτη 4 Μαρτίου, οι δύο σεναριογράφοι, θέλοντας να αναφερθούν στα δεινά ενός εμφύλιου σπαραγμού, έβαλαν τους ήρωές τους να μιλήσουν για πραγματικό περιστατικό που έχει βάψει με αίμα τις σελίδες της ιστορίας μας. Σε μία σκηνή τα δύο ξαδέλφια, ο Προκόπης (Γιώργος Ηλιόπουλος) και ο Παναγιώτης (Αλέξανδρος Καλπακίδης) μιλούν για την περίοδο που «τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ήταν απέναντι ο εχθρός κι από εδώ εμείς», όταν δηλαδή η χώρα μας βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Στη συνομιλία τους λοιπόν τα δύο ξαδέλφια αναφέρουν μία ιστορία για πέντε νέους που βασανίστηκαν και κρεμάστηκαν από τους κατακτητές.
Όπως είπαν στο επεισόδιο δεν μπορούν να ξεχάσουν τους Σύρμπα, Στεργιόπουλο, Τσανάκα, Μπριάζη και Γάτσα που «τρεις μέρες τους είχαν αφήσει οι γερμανοί να κρέμονται από τους φανοστάτες». Δυστυχώς αυτή η ιστορία και τα ονόματα είναι αληθινά και οι Τσαμπάνη-Καλκόβαλης ανέφεραν πραγματικό περιστατικό που συνέβη στα Τρίκαλα και μάλιστα στην ηλεκτρονική σελίδα του Δήμου Τρικκαίων υπάρχει σχετικό άρθρο με τίτλο «Το κρέμασμα των πέντε πατριωτών από τους Γερμανούς. Την Δευτέρα του Πάσχα (18 Απριλίου) του 1944 απ’ τους φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου Τρικάλων», όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Γερμανός Φρούραρχος τότε στα Τρίκαλα ήταν ο λοχαγός Φράιλιχ που εκείνες τις μέρες που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά απούσιαζε και τον αναπλήρωνε ο ταγματάρχης της Βέρμαχτ Χανς Κλόκεμπεργκ. ένας Γερμανός σκληρός και αδίστακτος. Αυτός διέταξε το κρέμασμα των πέντε νεαρών πατριωτών. Η απόφαση εκδόθηκε το Μεγάλο Σάββατο και αυτή ανέφερε ότι οι πέντε συλληφθέντες θα εκτελούνταν «δι’ απαγχονισμού» στην πλατεία Ρήγα Φεραίου. Μόλις μαθεύτηκε αυτό έσπευσαν διάφοροι Τρικαλινοί παράγοντες να παρακαλέσουν τον Κλόκεμπεργκ να μετριάσει την ποινή επικαλούμενοι και την ιερότητα των ημερών εκείνων (πλησίαζε το Πάσχα). Στάθηκε όμως αδύνατον.
Ο Κλόκεμπεργκ ήταν αμετάπειστος. Το μόνο που τους υποσχέθηκε ήταν ότι θα τους κρεμούσε μετά το Πάσχα. Και πραγματικά αυτό έγινε. Ανήμερα το Πάσχα, ενώ οι Τρικαλινοί όδευαν το πρωί στις εκκλησίες με τις λαμπάδες στα χέρια για την Ανάσταση — λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας δεν είχε γίνει το βράδυ του Μ. Σαββάτου η Ανάσταση— οι Γερμανοί έστηναν τα ικριώματα ανάμεσα στους δυο φανοστάτες της πλατείας Ρήγα Φεραίου, από τη μεριά της Ασκληπιού, με τις ανάλογες αγχόνες. Και την άλλη μέρα —Δευτέρα του Πάσχα— 18 Απριλίου 1944 το απόγευμα έγινε ο απαγχονισμός των πέντε. Τα ονόματα αυτών ήταν: Κώστας Στεργιόπουλος από τον Πυργετό, Γιάννης Μπριάζης, Απόστολος Τσανάκας, Στέργιος Γάτσας και Κώστας Σύρμπας, όλοι από τα Τρίκαλα.
Θυμάμαι σαν να ήτανε τώρα την σκηνή του απαγχονισμού τους. Η πλατεία ήταν κυκλωμένη από Γερμανούς και Τριεψιλίτες με τα πολυβόλα και τα αυτόματα στο χέρι στραμμένα προς το πλήθος των Τρικαλινών που ήταν συγκεντρωμένο σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Ένα καμιόνι αμερικάνικο «Τζέιμς». που το είχανε οι Γερμανοί λάφυρο από τους συμμάχους, παρέλαβε τους πέντε μελλοθάνατους από το κτίριο της οδού Απόλλωνος όπου κρατούνταν και ακολουθώντας τη διαδρομή Γαριβάλδη – Όθωνος ανέβηκε στην πλατεία και κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου είχανε στηθεί οι αγχόνες. Σταμάτησε κάτω ακριβώς από αυτές και, αφού ένας γερμανομαθής συμπολίτης διάβασε την καταδικαστική απόφαση μεταφράζοντάς την στα ελληνικά, άρχισε το κρέμασμά τους ενώ ένας ιερέας έψελνε δεήσεις κι έδινε κουράγιο στους μελλοθάνατους.
Η θηλιά περνιόταν στο λαιμό του καθένα από τον Γερμανό δήμιο και το καμιόνι ξεκινούσε μπροστά και άφηνε πίσω του και από ένα κρεμασμένο. Το κρέμασμα του Κώστα Σύρμπα υπήρξε πολύ τραγικό. Δυο φορές κόπηκε το σχοινί του. Και κάθε φορά που έπεφτε καταγής ο κόσμος κραύγαζε «έλεος», «χάρη», «είναι αθώος, δεν βλέπετε;». Μάλιστα μερικοί κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος των Γερμανών. Ευτυχώς που συγκρατήθηκαν από τους πιο ψύχραιμους κι έτσι οι Γερμανοί δεν έριξαν στο ψαχνό, που όπως φαινόταν ήταν αποφασισμένοι να το κάνουν, οπότε θα γινόταν μεγάλο μακελειό και θα θρηνούσαμε πολλά θύματα. Τελικά ο Γερμανός δήμιος έδεσε στο ικρίωμα άλλο πιο γερό σκοινί και για να είναι σίγουρος ότι δεν θα συμβεί και τρίτη ατυχία στο… έργο του, έπνιξε πρώτα τον άτυχο Σύρμπα σφίγγοντας δυνατά τη θηλιά στο λαιμό και μετά τον πέταξε από το καμιόνι.
Οι πέντε Τρικαλινοί νεαροί μείνανε κρεμασμένοι ως την άλλη μέρα και παρουσίαζαν ένα φρικτό θέαμα καθώς αιωρούνταν κάθε φορά που φυσούσε αέρας. Τέτοιο φρικτό θέαμα δεν είχανε αντικρίσει ποτέ οι Τρικαλινοί έτσι που τους βλέπανε κρεμασμένους με τις γλώσσες τους πεταγμένες έξω, με τα σάλια που είχανε τρέξει από το μισάνοιχτο στόμα τους και την απαίσια μυρουδιά που ανέδιναν καθώς είχε αρχίσει η αποσύνθεση των πτωμάτων τους εξαιτίας της μεγάλης ζέστης που επικρατούσε εκείνες τις ηλιόλουστες απριλιανές μέρες του ’44… Ξεκρεμάστηκαν την άλλη μέρα κατά το απόβραδο και παραδόθηκαν στις οικογένειές τους. Όμως οι αγχόνες με το ικρίωμα ανάμεσά στους δυο φανοστάτες παραμείνανε ακόμα στην πλατεία για πολλές μέρες, γιατί οι Γερμανοί σκόπευαν να κρεμάσουν κι άλλους Τρικαλινούς. Οι Τρικαλινοί τις βλέπανε να είναι ακόμη στημένες και τους έπιανε φόβος και τρόμος, ύστερα μάλιστα από μια φήμη που κυκλοφόρησε τότε ευρύτατα σ’ όλη την πόλη ότι επρόκειτο να γίνουν και άλλοι απαγχονισμοί.»
Όπως όμως καταλήγει να λέει ο Προκόπης στις «Άγριες Μέλισσες» «τότε τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ήταν απέναντι ο εχθρός κι από εδώ εμείς. Ούτε χρώμα, ούτε τίποτα. Μόνο μια γαλανόλευκη μέσα μας. Πώς μετά από όλα αυτά σηκώσαμε χέρι ο ένας απέναντι στον άλλο; Πώς σηκώσαμε όπλο αναμεταξύ μας; Πες μου. Πως τα καταφέρνουμε πάντα σε αυτή τη χώρα και τα κάνουμε σκατά;»!
Σίγουρα λοιπόν η αναφορά από τους Μελίνα Τσαμπάνη και Πέτρο Καλκόβαλη δεν ήταν τυχαία… και όσα είπαν οι ήρωές τους, ο καφετζής κι ο κουρέας… δεν ήταν απλώς μία «σκηνή μυθοπλασίας»! Γιατί ναι μεν πολλές φορές «η ζωή γράφει τα πιο σκληρά σενάρια», αλλά οι «πρωταγωνιστές» της έχουν ευθύνες… για την εξέλιξη της ιστορίας… σε όποια πλευρά κι αν βρίσκονται…!