Στον φρικτό Ισπανικό εμφύλιο ανάμεσα στις δημοκρατικούς που ηττήθηκαν και τους φασίστες του Φράγκο που νίκησαν, ολόκληρη η Ευρώπη δοκίμασε τα όπλα και τις στρατηγικές της ικανότητες, ενόψει του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που ήταν στα σκαριά. Σε κείνη την τρίχρονη (1936-39) φονική διαμάχη που ισοπέδωσε την Ισπανία πολέμησαν όλοι: Οι Ναζιστές του Χίτλερ, οι φασίστες του Μουσολίνι, οι κομμουνιστές του Στάλιν, οι δυτικοί των αστικών δημοκρατιών και απλοί άνθρωποι απ’ όλες τις χώρες, που τάχθηκαν εθελοντές στο ένα ή το άλλο ισπανικό στράτευμα.
Απ’ όσους πέρασαν και πολέμησαν πάνω από κείνη την άμοιρη χώρα, της οποίας το ένα τρίτο του πληθυσμού εξοντώθηκε τα εμπόλεμα χρόνια, μόνο ελάχιστοι άντλησαν συμπεράσματα που τους βοήθησαν αργότερα, όπως φάνηκε εκ’ του ιστορικού αποτελέσματος.
Ο Ιωσήφ Στάλιν είχε στείλει συνολικά 35.000 στελέχη του Κόκκινου Στρατού και του κομμουνιστικού κόμματος. Αν και κατείχαν ηγετικές επιτελικές θέσεις μέσα στο Δημοκρατικό στρατόπεδο και θα μπορούσαν να διδαχθούν πολλά μελετώντας τη στρατηγική και την πολεμική τακτική των Γερμανών του Χίτλερ που πολεμούσαν στο πλευρό του Φράγκο, η συμμετοχή τους έμεινε ανεκμετάλλευτη από τον Στάλιν στον μεγάλο πατριωτικό του πόλεμο με τους Γερμανούς.
Η παροιμιώδης καχυποψία του Σοβιετικού ηγέτη, επέπεσε πάνω στα κεφάλια αυτών των ανθρώπων όταν επέστρεψαν, διότι είχαν μεν πολεμήσει τους φασίστες, αλλά τα τρία αυτά χρόνια είχαν συγχρωτιστεί επικίνδυνα με τους Αγγλογάλλους καπιταλιστές, που κι αυτοί πολεμούσαν στο πλευρό των δημοκρατικών της Ισπανίας. Αποτέλεσμα ήταν είτε να εξοντωθούν, είτε να παραμεριστούν εντελώς και να μην αξιοποιηθούν όταν ο Χίτλερ στράφηκε κατά της Σοβιετικές Ένωσης.
Οι Γερμανοί, όχι μόνο δοκίμασαν τα όπλα τους, τα αεροπλάνα τους και τη στρατηγική των μαζικών εξοντώσεων και του αστραπιαίου πολέμου, αλλά μέσα σε συνθήκες πραγματικού πολέμου κι όχι γυμνασίων τα τελειοποίησαν στον έσχατο βαθμό. Οι Γάλλοι αντιθέτως, δέσμιοι της μετριοκρατίας που επικρατούσε στις ένοπλες δυνάμεις τους, έστειλαν στην Ισπανία τα αεροπλάνα και τους συμβούλους τους, αλλά δεν κατάλαβαν τίποτα απ’ όσα είδαν. Όταν οι Γερμανοί τους ισοπέδωσαν με τον αστραπιαίο πόλεμο δυο χρόνια αργότερα, οι Γάλλοι έμειναν εμβρόντητοι από το νέο είδος πολέμου που αντιμετώπιζαν. Κι όμως, το είχαν δει μπροστά στα μάτια τους λίγο νωρίτερα στην Ισπανία, μόνο που στάθηκαν ανίκανοι να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Να όμως που υπήρξε κάποιος βαλκάνιος, ο οποίος κέρδισε τα μέγιστα από τον Ισπανικό εμφύλιο. Ήταν ο Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο, ο μετέπειτα Γιουγκοσλάβος ηγέτης που έγινε θρύλος για τον λαό του. Όταν ξέσπασε το πανευρωπαϊκό κύμα συμπάθειας προς τους Ισπανούς δημοκρατικούς και χιλιάδες πολίτες απ’ όλες τις χώρες ζήτησαν να πάνε εθελοντές, ο Τίτο ως γραμματέας του Γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού κόμματος ξεδιάλεξε προσωπικά χίλιους πεντακόσιους.
Δεν έστειλε ενθουσιώδεις νεαρούς αλλά τα καλύτερα και πιο μορφωμένα στελέχη του κόμματος του με μια εντολή: «Διδαχθείτε πόλεμο και πολιτική». Απ’ αυτούς επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία μόνο οι 350. Ο Τίτο ούτε τους φοβήθηκε, ούτε τους εξόντωσε, αντιθέτως δημιούργησε μαζί τους ένα από τα πιο άξια πολεμικά και πολιτικά επιτελεία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αυτοί έφτιαξαν τον μεγάλο παρτιζάνικο στρατό που πολέμησε τους Γερμανούς κατακτητές και στη συνέχεια κατέλαβε τη χώρα.
Το 1944, ο αντάρτικος Γιουγκοσλαβικός στρατός είχε 200.000 άνδρες, 51 μεραρχίες και 107 αντάρτικα αρχηγεία. Παντού, επικεφαλείς ήταν οι λεγόμενοι Ισπανοί του Τίτο.
Το 1960, στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία του στρατάρχη Τίτο, οι είκοσι από τους εικοσιένα συνολικά στρατηγούς του κράτους, ήταν παλιοί πολεμιστές του Ισπανικού εμφυλίου. Άλλοι τόσοι ήταν υπουργοί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι που ζούσαν και άντεχαν ήταν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος. Καλός ηγέτης δεν είναι αυτός ξέρει τα πάντα, αλλά αυτός που ξέρει να διαλέγει, να εκπαιδεύει και να αξιοποιεί συνεργάτες.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.