Το 1912-13, η Ελλάδα κέρδισε δύο πολέμους στη σειρά. Τον πρώτο και το δεύτερο βαλκανικό πόλεμο, με τους οποίους διπλασίασε την έκταση της (από 63.000 τ.χλμ σε 120.000 τ.χλμ.) και τον πληθυσμό της (από 2.600.000 σε 4.700.00). Επρόκειτο για έναν φοβερό πολεμικό άθλο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, το 1909, η επανάσταση στου Γουδή έγινε διότι η χώρα ήταν άοπλη, παρηκμασμένη, φτωχή, διεθνώς ανυπόληπτη, ηττημένη στον πρόσφατο ελληνοτουρκικό πόλεμο και έρμαιο ενός άθλιου πολιτικού κατεστημένου.
Όταν μάλιστα ξεκίνησε ο πρώτος Βαλκανικός, οι Τούρκοι προτίμησαν να παρατάξουν τον κύριο όγκο του στρατού τους απέναντι στην πανίσχυρη Βουλγαρία, ενώ οι Βούλγαροι που κόμπαζαν ότι ήταν οι Πρώσοι των Βαλκανίων, στις συμμαχικές συζητήσεις δεν καταδέχτηκαν καν να κουβεντιάσουν τον μελλοντικό διαμοιρασμό της Μακεδονίας, θεωρώντας ότι θα την καταλάμβαναν αυτοί εξ’ ολοκλήρου. Εχθροί και σύμμαχοι υποτιμούσαν φανερά τον ελληνικό στρατό.
Η θυελλώδης προέλαση μας και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, άφησε άφωνους τους Τούρκους αλλά κυρίως τους Βούλγαρους. Την ίδια ώρα που ο διάδοχος Κωνσταντίνος παρέλαυνε μπροστά στον Λευκό Πύργο, ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος ήταν ήδη αποφασισμένος από τη Βουλγαρία. Θα ξεκαθάριζε η ίδια τα πράγματα μια και καλή, όχι μόνο διότι συνέχιζε να θεωρεί τον ελληνικό στρατό κατώτερο του Βουλγαρικού, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο. Θεωρούσε ότι στην Μακεδονία είχε σαφή υπεροχή σε άνδρες.
Μόνο ένα μέρος της ελληνικής στρατιάς βρισκόταν στο Μακεδονικό μέτωπο, αφού ένα μεγάλο μέρος της είχε πολεμήσει δυτικά κατά μήκος του Ιονίου, απελευθερώνοντας τις περιοχές ως ψηλά στη Βόρειο Ήπειρο. Επειδή οι μετακινήσεις στρατευμάτων εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά δύσκολες λόγω της ανυπαρξίας δρόμων και μέσων μεταφοράς, αλλά και επειδή η Πίνδος ήταν ακόμα χιονισμένη, οι Βούλγαροι ήταν σίγουροι ότι θα αντιμετώπιζαν έναν πετσοκομμένο και καταπονημένο ελληνικό στρατό που θα ήταν ο μισός από τον δικό τους.
Έκαναν μεγάλο λάθος. Όταν στις 16 Ιουνίου 1913 ξεκίνησε ο β’ βαλκανικός πόλεμος, απέναντι στους 150.000 άνδρες και τα 175 πυροβόλα του Βουλγαρικού στρατού που παρατάχθηκαν στην Μακεδονία, δεν βρέθηκαν 60.000 Έλληνες όπως υπολόγιζαν στη Σόφια, αλλά 140.000 άνδρες (μαζί με τις νέες επιστρατεύσεις) και 170 πυροβόλα. Προς νέα μεγάλη έκπληξη των Βουλγάρων, σε λιγότερο από έναν μήνα, η ελληνική πλευρά είχε πετύχει πλήρη ισορροπία δυνάμεων.
Φυσικά, η Βουλγαρία διέθετε πολύ μεγαλύτερο στράτευμα, κοντά στις 400.000, αλλά η διπλωματική ιδιοφυία του Βενιζέλου την ανάγκασε να πολεμήσει παράλληλα σε τρία μέτωπα. Κάνοντας μυστική συμμαχία μαζί τους, ο Βενιζέλος έπεισε την Σερβία και την Ρουμανία να επιτεθούν στους Βούλγαρους παράλληλα με την Ελλάδα. Παρά ταύτα, ο υπερδιπλασιασμός των ελληνικών στρατευμάτων που παρατάχτηκαν απέναντι στους Βούλγαρους ήταν κάτι που ξεπερνούσε την φαντασία. Πως πέτυχε η Ελλάδα αυτό τον άθλο;
Οι αξιωματικοί και οι άνδρες της 3ης, της 4ης και της 6ης μεραρχίας, μαζί με όλα τους τα κανόνια, τα πυρομαχικά, τα μαγειρεία, τα ιατρεία, τα τρόφιμα, τα κάρα μεταφοράς, τα άλογα και μουλάρια τους βρέθηκαν ξαφνικά στο Μακεδονικό μέτωπο. Επρόκειτο για ένα θαύμα επιτελικού σχεδιασμού και πρακτικής εκτέλεσης που εξηγεί την αποτελεσματικότητα εκείνου του στρατεύματος.
Αντί να μπουν στους χιονισμένους και λασπωμένους ορεινούς δρόμους που οδηγούσαν από την Ήπεριο στην Μακεδονία, ολόκληρος ο ελληνικός στόλος μεταφέρθηκε στο Ιόνιο κι άρχισε να φορτώνει άνδρες και εφόδια από την Πρέβεζα. Η 6η μεραρχία φορτώθηκε από την Πρέβεζα, χωρίς να μείνει ούτε μία νύχτα για ανάπαυση. Επειδή το λιμάνι της Πρέβεζας ήταν μικρό κατασκευάστηκαν πρόχειρες προβλήτες στον όρμο της Κόπραινας, απ’ όπου φορτώθηκε η 4η μεραρχία. Η 3η μεραρχία που ήταν βορειότερα, πρώτα κατέλαβε το Αργυρόκαστρο και την Πρεμετή κι έπειτα δίχως να ξεκουραστεί καθόλου κατέβηκε μέσω Δέλβινου στους Αγίους Σαράντα κι έφυγε με τα πλοία αυθημερόν.
Ένα τάγμα της 1ης μεραρχίας πολέμησε στο Μπιζάνι και μόλις κατελήφθη το ύψωμα ξεκίνησε όπως ήταν, κατέβηκε στην Κόπραινα και μπήκε στα πλοία. Επί δύο βδομάδες, όλα τα καράβια του στόλου φόρτωναν τη μέρα, ταξίδευαν τη νύχτα, έμπαιναν στο Αιγαίο και ξεφόρτωναν κόσμο στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, όταν ρίχτηκε η πρώτη ντουφεκιά του β’ βαλκανικού, ο ελληνικός στρατός ήταν εκεί και έτοιμος να νικήσει. Αυτά το 1913. Σήμερα, 2019 το ελληνικό κράτος είναι ανίκανο να μετακινήσει ένα δημόσιο χαρτί ανάμεσα σε δυο διπλανές υπηρεσίες του.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.