Κυριακή, 24 Νοε.
9oC Αθήνα

Ένα μουσείο στην αυλή του ορφανοτροφείου

Ένα μουσείο στην αυλή του ορφανοτροφείου

Τον Οκτώβριο του 1829, ο πρώτος κυβερνήτης της ρημαγμένης από την επανάσταση Ελλάδας Καποδίστριας, ίδρυσε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Το στέγασε -τρόπος του λέγειν αφού πρόκειται για ένα χωράφι με δυο τρία προχειροφτιαγμένα ξύλινα στέγαστρα- στην αυλή του περίφημου ορφανοτροφείου που έφτιαξε στην Αίγινα για τα παιδιά των σκοτωμένων αγωνιστών. Η χώρα τότε ήταν σε απερίγραπτο χάλι. Ο λαός πεινούσε, η οικονομία δεν λειτουργούσε, κρατικός μηχανισμός δεν υπήρχε. Ο Καποδίστριας με το ζόρι έβρισκε χαρτί να γράφει τα διατάγματα του. Η δημιουργία λοιπόν ενός μουσείου κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες φάνταζε ως εξεζητημένη πολυτέλεια. Όμως ο Κυβερνήτης ήξερε τι έκανε. Έχοντας φάει την Ευρώπη με το κουτάλι, ο πρώην υπουργός εξωτερικών του Τσάρου είχε πλήρη επίγνωση της αξίας των αρχαιοτήτων της χώρας, αλλά και των κινδύνων που αυτές διέτρεχαν.

Οι αρχαιοελληνικοί θησαυροί που ήταν παραχωμένοι στο ελληνικό έδαφος ή ήταν σωριασμένοι εδώ κι εκεί στα χωράφια, είχαν βοηθήσει αποφασιστικά την ελληνική υπόθεση. Οι μορφωμένες ελίτ της Ευρώπης, επηρεασμένες από την αναγέννηση, θαύμαζαν την αρχαία Ελλάδα, μελετούσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία, αντέγραφαν το αρχαιοελληνικό στυλ στην ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Οι ευρωπαίοι ήταν αρχαιολάτρεις, μερικές μέχρι σημείου αρχαιοπληξίας. Όταν λοιπόν κάποιοι ξυπόλυτοι φουστανελάδες που αυτοονομάζονταν Έλληνες ξεσηκώθηκαν στον ίδιο τόπο που ζούσαν οι υπέροχοι εκείνοι αρχαίοι, η Ευρώπη δεν δίστασε να κάνει την σύνδεση: ‘’Οι αρχαίοι Έλληνες ανασταίνονται ξανά στην εποχή μας. Είναι καθήκον μας να τους βοηθήσουμε, σε ανταπόδοση όσων προσέφεραν εκείνοι στην σύγχρονη Ευρώπη.’’

Ο Καποδίστριας είχε μεν επίγνωση της αίγλης που προσέδωσε η αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη που είχε παραλάβει, αλλά ήξερε επίσης τους κινδύνους που ελλόχευαν σε τούτη τη λατρεία. Οι ευρωπαίοι έρχονταν στην Ελλάδα για να δουν, να ζωγραφίσουν, αλλά και να πάρουν αρχαιότητες για τις πατρίδες τους. Εκτεταμένα δίκτυα εμπορίου ελληνικών αρχαιοτήτων είχαν αρχίσει να δημιουργούνται, με μεσάζοντες που τριγύριζαν την ελληνική επαρχία και αγόραζαν γλυπτά, κίονες, αγάλματα, κτερίσματα, αμφορείς και ό,τι άλλο μπορούσαν να σηκώσουν. Αυτά έμπαιναν στα καράβια κι έφευγαν για την Ευρώπη, όπου μοσχοπουλιούνταν σε πλούσιους ή και σε ιδρύματα. Το έγκλημα του λόρδου Έλγιν το 1800 με 1804, που είχε διαλύσει τα αετώματα του Παρθενώνα για να πάρει τα καλύτερα κομμάτια απ’ τα αγάλματα τους, ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Οι εξαθλιωμένοι και αγράμματοι Έλληνες της υπαίθρου, μπορεί να είχαν δώσει την ζωή και την περιουσία τους στην ιδέα μιας ελεύθερης Ελλάδας, δεν είχαν όμως ιδέα περί αρχαίας Ελλάδας. Μη έχοντας καν ψωμί να θρέψουν τα παιδιά τους, δεν έβρισκαν τίποτα το κακό στο να πουλάνε στους εμπόρους τα κομμάτια μαρμάρου που έβρισκαν στα χωράφια τους καθώς όργωναν. Ούτως ή άλλως, όταν δεν τα πουλούσαν, τα χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικό υλικό για να φτιάχνουν τα φτωχόσπιτα ή τις στάνες τους.

Έχοντας λοιπόν επίγνωση της κατάστασης αυτής, ο Καποδίστριας με μια από τις πρώτες του διαταγές απαγόρευσε την πώληση, την μεταφορά και την εξαγωγή αρχαιοτήτων. Απαγόρευσε επίσης με βαριές ποινές κάθε ανασκαφή που δεν είχε κρατική άδεια. Έδωσε εντολή στους κρατικούς υπαλλήλους να κάνουν καταγραφή όσων αρχαιοτήτων υπήρχαν στην περιοχή τους και συγκέντρωσε όσες αρχαιότητες ήταν δυνατόν να μεταφερθούν στο Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο. Στην πραγματικότητα μάζεψε ότι μπορούσε στην αυλή του ορφανοτροφείου για να τα προφυλάξει. Για διευθυντή του μουσείου έφερε από την Ιταλία τον Ανδρέα Μουστοξύδη, που ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους Έλληνες. Ο Μουστοξύδης έμεινε λίγο, τον φάγανε οι ίντριγκες των πολιτικών αντιπάλων του Καποδίστρια, όμως ο αρχαιολογικός νόμος που έφτιαξε για τη χώρα και τον υπέγραψε ο Καποδίστριας, αποτελεί ακόμα και σήμερα πρότυπο για την σχετική νομοθεσία μας. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, οι συγκεντρωμένες αρχαιότητες μεταφέρθηκαν κι αυτές, αφήνοντας στο νησί μόνο κομμάτια που προέρχονταν απ’ αυτό.

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Τελευταίες ειδήσεις