Ένας υπουργός που πιάνεται όμηρος από ληστές για λύτρα, γράφει την πληρέστερη πραγματεία για το φαινόμενο της ορεινής ληστεία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: Τα ήθη των ληστών, η μπέσα τους, ο τρόπος σκέψης τους και οι δοξασίες τους. Τα λύτρα παραδόθηκαν, ο υπουργός απελευθερώθηκε, οι ληστές εκτελέστηκαν, το χρήμα το πήραν οι χωροφύλακες.
Στις 28 Ιουλίου του 1866, στις 8.30 το βράδυ, ένα τσούρμο πάνοπλοι και ρακένδυτοι ληστές, εισέβαλαν στο σπίτι του βουλευτή Μεσσηνίας Σωτήρη Σωτηρόπουλου, που βρισκόταν στο κέντρο ενός πελώριου κτήματος 150 στρεμμάτων στα Φιλιατρά. Ο Σωτηρόπουλος ήταν βουλευτής του κόμματος Κουμουνδούρου και είχε χρηματίσει και υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Κανάρη. Τον πέτυχαν μαζί με τη γυναίκα του και λίγους υπηρέτες, τον φόρτωσαν πάνω σ’ ένα άλογο και έφυγαν προς τα βουνά.
Τριάντα έξι μέρες αργότερα, στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο ρακένδυτος βουλευτής εμφανίζεται μόνος του στο χωριό Παλούμπα της Γορτυνίας, αφού είχε διασχίσει μαζί με τους απαγωγείς του ολόκληρη την ορεινή Πελοπόννησο και αφού η οικογένεια του είχε καταβάλει το -αστρονομικό για την εποχή- ποσό των εξήντα χιλιάδων δραχμών σε χρυσό για την απελευθέρωση του. Για να τα μαζέψουν είχαν πουλήσει το σύνολο της περιουσίας του και είχαν πάρει και δάνειο από την Εθνική Τράπεζα.
Ο Σωτηρόπουλος που αργότερα έγινε και πρωθυπουργός για λίγους μήνες, έγραψε μετά την απελευθέρωση του ένα βιβλίο με τίτλο «τριάκοντα εξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά των ληστών». Πρόκειται για ένα μνημειώδες βιβλίο, την πληρέστερη μαρτυρία και πραγματεία μαζί που έχει γραφτεί ποτέ στην Ελλάδα για το φαινόμενο της ληστείας που μάστιζε τότε την ύπαιθρο και τα βουνά. Αν και το βιβλιαράκι είναι σε άκρα καθαρεύουσα που το κάνει δυσκολοδιάβαστο στις μέρες μας, αποτελεί ένα πραγματικό ντοκουμέντο, καθώς ο Σωτηρόπουλος ακολουθώντας τους απαγωγείς του συνομιλούσε συνεχώς μαζί τους, παρατηρούσε τον τρόπο ζωής τους και τα κατέγραψε όλα αυτά με θαυμαστή -για καθεστωτικό πολιτικό- σαφήνεια και εντιμότητα.
Ο απαχθείς πίστευε ότι η απαγωγή δεν έγινε για τα λεφτά, αλλά για να εκδικηθούν οι ληστές τους πολιτικούς που αντί να τους αμνηστεύσουν «ίνα ησυχάσωσιν επιτέλους», τους είχαν επικηρύξει. Επίσης, δείχνει να κατανοεί πλήρως το κοινωνικό υπόβαθρο της ληστείας, την ακραία φτώχεια και αμάθεια που οδηγούσε κάποιους στα βουνά, ενώ βλέπει και την σύνδεση που είχαν οι ληστές της εποχής του με τους παλιότερους κλέφτες και αρματολούς.
Καταγράφει τις πολιτικές τους απόψεις, την αντικαθεστωτική τους αντίληψη απέναντι σε κάθε εξουσία, τα ήθη και τα έθιμα τους, τους άγραφους νόμους τους και τους κώδικες συμπεριφοράς τους: Έχουν μπέσα μεταξύ τους, κλέβουν για να φάνε αλλά ποτέ δεν ξεγυμνώνουν πλήρως ένα φτωχό νοικοκυριό διότι θέλουν να επιβιώσει κι αυτό, δεν μαγαρίζουν γυναίκες γιατί το θεωρούν γρουσουζιά και προάγγελο θανάτου, βοηθούν τους φτωχούς αν κλέψουν κάποιον πλούσιο, κόβουν τη μύτη και τ’ αυτιά σ’ όποιον τους καταδώσει και θεωρούν τους επίσημους νόμους ως συνομωσία των πλουσίων και των δυνατών εναντίον των αδυνάτων.
Σφάζουν με το παραμικρό, αλλά είναι και ακραία θρησκόληπτοι. Νηστεύουν στις μεγάλες γιορτές, αγοράζουν και δεν κλέβουν το κρέας του Πάσχα, των Χριστουγέννων και του Δεκαπενταύγουστου, ενώ πιστεύουν πως όποιος σκοτώνει έναν αδικητή κρατικό υπάλληλο θα πάει στον παράδεισο. Αρχηγός των απαγωγέων του ήταν ο διαβόητος ληστής Μήτσος Λαφαζάνης, καθώς και μερικοί άλλοι με παρατσούκλια όπως Κουμπάρος, Καλόγερος, Κουμπαρούλης, Αλέξης και Μάρκος. Ο Λαφαζάνης είναι ο θεωρητικός της παρέας, του φωνάζει ότι οι πολιτικοί κατέστρεψαν τη χώρα και στο γράμμα προς τους δικούς του ξεκαθαρίζει ορθά-κοφτά πως αν δεν δώσουν τα λύτρα θα στείλει το κεφάλι του βουλευτή κομμένο, να το κάνουν πατσά. Τους εξηγούν επίσης ότι αν περικυκλωθούν, πρώτα θα αποκεφαλίσουν τον όμηρο και μετά θα πολεμήσουν, διότι γι αυτούς είναι ζήτημα τιμής.
Στην ερώτηση του Σωτηρόπουλου γιατί θα τον σφάξουν αντί να τον σκοτώνουν με σφαίρα ώστε να μην υποφέρει, απαντούν ότι για τους σκλάβους είναι το μαχαίρι, ενώ τα άρματα είναι για τον πόλεμο. Όταν πήραν τα λίτρα, τον φίλησαν σταυρωτά και τον απελευθέρωσαν, αλλά κυνηγήθηκαν ανηλεώς και έναν χρόνο αργότερα είχαν σκοτωθεί όλοι τους. Ο Σωτηρόπουλος, όταν απελευθερώθηκε δε θέλησε να τους καταδικάσει αν και είχε χάσει όλη την περιουσία του και ζήτησε την αμνήστευση τους. Μόνο αφού σκοτώθηκε κι ο τελευταίος έβγαλε το βιβλίο. Τα λεφτά των λίτρων δεν πρόλαβαν να τα φάνε οι απαγωγείς, ούτε τα πήρε πίσω ο Σωτηρόπουλος. Χάθηκαν μυστηριωδώς και ο ίδιος ο βουλευτής έλεγε ότι τα βούτηξαν και τα μοιράστηκαν τα κρατικά αποσπάσματα που σκότωσαν τους ληστές.