Το ελληνικό κράτος απέκτησε την πρώτη του εργατική νομοθεσία το 1910, επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως τότε δεν υπήρχε καμία απολύτως ρύθμιση, ούτε προστασία, ούτε βέβαια ασφάλιση για τους εργαζόμενους, οι συνθήκες εργασίας των οποίων ήταν –ειδικά στα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες- άθλιες, εξοντωτικές και κακοπληρωμένες. Ο Βενιζέλος, ως εκπρόσωπος μιας ελληνικής αστικής τάξης με προοδευτικές τότε αντιλήψεις, έχοντας εμπορικές και οικονομικές διασυνδέσεις με τη Βρετανία και την Κεντρική Ευρώπη, ήταν οπαδός μιας πολιτικής που θα εξασφάλιζε μακροχρόνια κοινωνική ειρήνη. Όπως έλεγε ο ίδιος, προσπαθούσε «να προλαμβάνει τας εκρήξεις δια της εγκαίρου ικανοποιήσεως των δικαίων αξιώσεων των τάξεων των εργατών και των απόκληρων της κοινωνίας».
Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης έφτιαξε για πρώτη φορά μια «Υπηρεσία Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας» που ήταν ο πρόγονος του σημερινού «υπουργείου εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης». Την έφτιαξε ως ημιανεξάρτητο παράρτημα του υπουργείου εθνικής οικονομίας, με μια πολύ περίεργη σύνθεση. Την αποτελούσαν 7 εργάτες, 7 βιομήχανοι, 7 ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, 5 καθηγητές πολιτικής οικονομίας και 3 βουλευτές. Πρώτο νομοθέτημα αυτής της αλλόκοτης υπηρεσίας ήταν η καθιέρωση της αργίας της Κυριακής, όχι σ’ όλη την επικράτεια αλλά ονομαστικά σε συγκεκριμένες πόλεις και επαγγέλματα.
Σύμφωνα με το νόμο που εισηγήθηκε στη Βουλή ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, η αργία της Κυριακής καθιερώθηκε μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τον Βόλο. Για να επεκταθεί σε άλλες πόλεις ή οικισμούς, έπρεπε να το αποφασίσουν τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια. Αργά-αργά λοιπόν, με διάφορα μπρος-πίσω, με τους τοπικούς άρχοντες πότε να το υιοθετούν και πότε να το αναιρούν (ανάλογα με τις πιέσεις εργοδοτών ή εργατικών ενώσεων), η αργία της Κυριακής επεκτάθηκε. Μεγάλη μάχη δόθηκε στις συντεχνίες και τα εμπορικά καταστήματα, όπου τα πράγματα πήγαιναν αντίστροφα απ’ ότι θα φανταζόταν κανείς ή έστω απ’ αυτό που γίνεται σήμερα. Τα μεγάλα καταστήματα του κέντρο της Αθήνας με τους πολλούς υπαλλήλους ήταν υπέρ της αργίας, με τους μικρομαγαζάτορες και εμπόρους της περιφέρειας και των συνοικιών να αντιδρούν.
Ξεσπούσαν φοβερές διαμάχες -και μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της εποχής- όταν ερχόταν η σειρά κάθε επαγγελματικής ομάδας να μπει ή να μην μπει στην αργία της Κυριακής, καθότι αυτό γινόταν όχι με απόφαση των δημοτικών συμβουλίων αλλά πανελλαδικά με κρατικό διάταγμα. Έγινε χαμός με τα φαρμακεία, τα οινοπωλεία, τα παντοπωλεία, τα κρεοπωλεία, τα εστιατόρια και τα κουρεία. Οι μεγάλοι κουρείς του κέντρου, για παράδειγμα, που είχαν πολλές καρέκλες και εκλεκτή πελατεία, ήθελαν την αργία. Όμως οι κουρείς των συνοικιών όπου ο κοσμάκης κουρευόταν και ξυριζόταν τις Κυριακές, αντιδρούσαν. Οι «κουρείς δευτέρας και τρίτης τάξεως» όπως λέγονταν οι συνοικιακοί, έκαναν μεγάλη συγκέντρωση στη Βουλή και τελικά πέτυχαν να είναι ανοικτοί τουλάχιστον τα πρωινά της Κυριακής.
Οι βυρσοδέψες, οι τυπογράφοι, οι αρτοποιοί και άλλοι πέτυχαν την καθιέρωση της αργίας μετά από εργατικούς αγώνες και απεργίες, καθώς οι εργοδότες ήταν ανένδοτοι. Το ενδιαφέρον ήταν ότι όλοι αυτοί που κατά βάση ήταν σοσιαλιστές και προοδευτικοί για την εποχή τους, βρήκαν απρόσμενο σύμμαχο την -κατά τα άλλα συντηρητική- εκκλησία της Ελλάδος. Παπάδες και δεσποτάδες, αν και καταδίκαζαν κάθε υποψία κοινωνικής αναταραχής και ανατροπής, τάχθηκαν από την αρχή υπέρ της καθιέρωσης της αργίας, καθώς αυτή συμβάδιζε με την αργία των γραφών και με τον εκκλησιασμό.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, επειδή υπήρχαν ακόμα ελάχιστα επαγγέλματα που ακόμα δούλευαν Κυριακές, το Μεταξικό καθεστώς θέσπισε την αργία γι αυτά και προσπάθησε να πείσει τον κόσμο ότι η καθιέρωση της ήταν συνολικά έργο δικό της. Το ίδιο που έκανε και με την δημιουργία του ΙΚΑ, το οποίο υπήρχε ήδη αρκετά χρόνια, όμως όλος ο κόσμος πιστεύει ότι το έφτιαξε ο Μεταξάς. Πάντως μέσα σε μια δεκαετία, από το 1910 ως το 1920, η αργία της Κυριακής επιβλήθηκε σχεδόν καθολικά και κρατήθηκε δίχως αμφισβήτηση ως τις μέρες μας, όπου πάλι μέσα σε άλλες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άρχισε να αμφισβητείται ως δεδομένη.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.