Η γυναίκα του Γκούρα και η μάνα του Ανδρούτσου, που με την αντιζηλία τους υποδαύλισαν το μίσος των δυο παλιών φίλων που κατέληξαν θανάσιμοι εχθροί. Η τρομερή διαθήκη του Γκούρα και η απιστία της χήρας του πριν καν σαραντίσει ο νεκρός άνδρας της.
Ακόμα και οι ελάχιστα γνωρίζοντες την ιστορία της επανάστασης του ’21, έχουν ακουστά ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε από το πρωτοπαλίκαρο του Γκούρα ενώ ήταν φυλακισμένος πάνω στην Ακρόπολη. Βασανίστηκε φρικτά, πέθανε δια συνθλίψεως των όρχεων (συνηθισμένος τρόπος εκτέλεσης τότε) και μετά πετάχτηκε κάτω από τον βράχο, για να πουν ότι έπεσε ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει.
Μια από τις αιτίες εκείνου του φρικτού εγκλήματος ήταν ασφαλώς τα παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα στους επαναστάτες, μια δεύτερη ήταν η αποδεδειγμένη απληστία του Γκούρα ο οποίος πληρώθηκε αδρά από τον Κωλέτη για να σκοτώσει τον Ανδρούτσο, αλλά υπήρχε και μία λιγότερο γνωστή: Ανάμεσα στους δύο άνδρες είχαν μπει οι γυναίκες. Αυτές κατέστρεψαν αρχικά τη σχέση τους και εξ’ αιτίας των γυναικών οι υπόλοιπες διαφορές τους βρήκαν πρόσφορο έδαφος.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν αρχιστράτηγος Στερεάς Ελλάδας. Ο Γιάννης Γκούρας ήταν πρωτοπαλίκαρο του από πριν την επανάσταση, τότε που ήταν αρματολός. Όταν οι επαναστάτες κατέλαβαν την Αθήνα, ο Οδυσσέας θεωρώντας τον έμπιστο, τον διόρισε φρούραρχο της πόλης και τον εγκατέστησε πάνω στην Ακρόπολη. Ο Γκούρας ήταν άνθρωπος αγράμματος, σκληρός, φιλοχρήματος και πολύ φιλόδοξος. Μόλις ανέλαβε φρούραρχος, παντρεύτηκε την πιο πλούσια και αριστοκρατική νύφη της πόλης, την περίφημη Ασήμω, κόρη του άρχοντα Αναγνώστη Λιδωρίκη.
Την ίδια περίοδο, ο αρχιστράτηγος Ανδρούτσος έφερε κι αυτός στην Αθήνα τη γυναίκα του Ελένη, τη μάνα του Ανδρούτσαινα και τ’ αδέρφια του, επιλέγοντας για σπιτικό τους το Ερεχθείο. Η γριά Ανδρούτσαινα ήταν μια αρχοντογυναίκα και παλιά καπετάνισσα, η γυναίκα του Ελένη ήταν παλιά θαλαμηπόλος της κυρά Βασιλικής στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα, ενώ η πανέμορφη Ασήμω Γκούραινα ήταν πλέον γυναίκα του φρούραρχου. Η Ακρόπολη δεν τις χωρούσε όλες. Άρχισαν οι αντιζηλίες ανάμεσα στις γυναίκες.
Η Ασήμω δεν τους απηύθυνε καν το λόγο και φώναζε ότι δεν θέλει ζητιάνες πάνω στο κάστρο της. Η Ανδρούτσαινα με την σειρά της απαντούσε, «ποια είν’ αυτή που μας κάνει την καπετάνισσα; Η Γκούραινα; Ο γιός μου, τον άντρα της τον είχε για υπηρέτη, για να φυλάει το σκύλο μας τον Σαμψώνη». Οι δύο άνδρες, παλιοί φίλοι και μπιστικοί, σταδιακά έγιναν οι χειρότεροι εχθροί λόγω της έχθρας των γυναικών. Αυτά έγιναν το 1823. Το 1825 ο Γκούρας δολοφόνησε τον αρχιστράτηγο και το 1827 σκοτώθηκε και ο ίδιος από τους Τούρκους, ενώ προσπαθούσε να αποτρέψει τη λιποταξία των ανδρών του που έφευγαν σιγά-σιγά καθώς οι Τούρκοι πολιορκούσαν τον βράχο. Όλο αυτό το διάστημα έμενε με την Ασήμω μέσα στο Ερεχθείο, μετά την εκδίωξη της οικογένειας του Ανδρούτσου.
Όσο κατείχε την τοπική εξουσία, ο Γκούρας συγκέντρωνε χρήματα, καθώς φορολογούσε ακατάπαυστα όσους είχε στην δικαιοδοσία του. Εκπληκτική είναι η διαθήκη του που ανοίχτηκε μετά τον θάνατο του στην οποία παράγγελλε στην γυναίκα του Ασήμω: «Εάν διαφυλάξεις την τιμήν του ανδρός σου μετά τον θάνατον μου, σοι εύχομαι να απολαύσεις όσα σοι αφήνω εις την διαθήκην μου. Ει δε και φανείς άπιστος και με αλησμονήσεις, ογλίγωρα ο Θεός να σε στείλει στο κατόπι μου». Σκληρή η διαθήκη, σκληρότεη όμως και η Ασήμω.
Η χήρα λοιπόν, πριν καν σαραντίσει ο Γκούρας έπεσε στο κρεβάτι με τον οπλαρχηγό Νικόλαο Κριεζώτη. Λέγεται μάλιστα ότι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης χρησιμοποίησε σαν δόλωμα την Ασήμω και τα λεφτά που άφησε ο Γκούρας, για να πείσει τον Κριεζώτη να περάσει μέσα στην πολιορκημένη Ακρόπολη και να ενισχύσει την άμυνα της. Του είπε «είσαι νέος και ντραβραντισμένος, η τσούπρα δεν θα ξεκολλά από πάνω σου και δεν θα χάσουμε και τόσο βιός».
Πράγματι ο Κριεζώτης μπήκε στην Ακρόπολη, συνδέθηκε με την Ασήμω, αλλά η κατάρα του πεθαμένου Γκούρα ήταν παρούσα. Τρεις μόνο μήνες μετά τον θάνατο του Γκούρα, και πριν η Ασήμω χορτάσει τον Κριεζώτη, μια τούρκικη οβίδα χτύπησε το Ερεχθείο. Ένα μέρος του αρχαίου μνημείου κατέρρευσε, πλακώνοντας την άπιστη χήρα. Κακή τύχη; Θεία δίκη; Ή απλώς πάθη ανθρώπων σε διακεκαυμένους καιρούς; Ποιος ξέρει;
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.