Πραγματική κατάρα για τους ελληνικούς πληθυσμούς η ελονοσία, έφερε πολύ περισσότερους θανάτους από όλους τους εθνικούς πολέμους μαζί. Για να καταπολεμηθεί επί Ελευθερίου Βενιζέλου, χρειάστηκε το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής κινίνου επί πέντε χρόνια. Το κόστος του φαρμάκου πλήρωσαν οι Αμερικανοί.
Το 1906 επισκέφθηκε την Ελλάδα ένας διάσημος Βρετανός γιατρός, ο Ρόναλντ Ρος, για λογαριασμό μιας Αγγλικής εταιρείας που έχει αναλάβει τη συνέχιση των έργων για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, που είχαν αρχίσει τη δεκαετία 1880, αλλά συνεχίστηκαν ως το 1930. Ο Ρος εξέτασε τον πληθυσμό της Αλιάρτου, του Ορχομενού, της Θήβας και της Λειβαδιάς. Τα αποτελέσματα της έρευνας του που παρουσιάστηκαν στο Λονδίνο άφησαν άφωνους Ευρωπαίους και Έλληνες, καθώς ο Ρος διαπίστωσε ότι το 65% των παιδιών έπασχαν από ελονοσία και τα μισά απ’ αυτά από σπληνομεγαλία, δηλαδή από διόγκωση της σπλήνας που προέρχεται από παρασιτική μόλυνση.
Τόσο τεράστια ποσοστά στον γενικό πληθυσμό περιοχών, οι βρετανικές υγειονομικές αρχές είχαν βρει μόνο σε περιοχές της Ινδίας. Εκείνη την εποχή ως το 1929 που άρχισε η υποχώρηση της, η ελονοσία δεν ήταν απλώς μια επιδημία που μάστιζε τους ελληνικούς πληθυσμούς, ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα εθνικός κίνδυνος. Το 1919, το 70% των θανάτων μέσα στην ελληνική επικράτεια οφείλονταν στην ελονοσία. Κανένας πόλεμος ή καταστροφή δεν αποδεκάτιζε έτσι τους Έλληνες.
Η ελονοσία (σύνθετη λέξη από το έλος και νόσος), που στο εξωτερικό ονομάζεται μαλάρια (από τη σύνθεση των ιταλικών λέξεων mal και aria, δηλαδή κακός αέρας), οφείλεται σ’ ένα παράσιτο που μεταφέρεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα του κουνουπιού. Πυρετοί, ρίγη, έμετοι, πονοκέφαλοι και βαριά σωματική αδυναμία είναι τα συμπτώματα της, με τη θνησιμότητα να φθάνει στο 10% των προσβεβλημένων. Όμως εκείνη την εποχή στην Ελλάδα που δεν υπήρχε περίθαλψη και φάρμακα, οπότε το ποσοστό θνησιμότητας τριπλασιαζόταν.
Μετά το 1912 που χώρα διπλασιάστηκε, το πρόβλημα μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Πάνω από το 50% των Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στους δύο βαλκανικούς προσβλήθηκε από ελονοσία, εξ’ αιτίας των κακών συνθηκών διαβίωσης, υγιεινής αλλά και του ύπνου στην ύπαιθρο. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού από την ελονοσία, ήταν μεγαλύτερες από το σύνολο των απωλειών που είχε στις μάχες. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το πρόβλημα έγινε εκρηκτικό, αφού 1.500.000 πρόσφυγες κατέφθασαν ρακένδυτοι και υποσιτισμένοι, για να εγκατασταθούν σε τρώγλες που στήθηκαν σε περιοχές δίχως την παραμικρή υποδομή.
Το ένα εβδομηκοστό της χώρας καλυπτόταν από μόνιμα ή περιστασιακά έλη που ήταν οι βιότοποι των κουνουπιών, δίχως να υπάρχει η παραμικρή ενημέρωση για τους τρόπους πρόληψης ή αντιμετώπισης της αρρώστιας. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί που αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έπαθαν επίσης πανωλεθρία, καθώς 80.000 απ’ αυτούς νοσηλεύτηκαν στα πρόχειρα νοσοκομεία τους χτυπημένοι απ’ την ελονοσία. Αυτοί βέβαια είχαν μαζί τους κινίνο κι έτσι περιόρισαν τη θνησιμότητα, όμως ο ελληνικός πληθυσμός δεν ήξερε καν το φάρμακο.
Μετά το 1923, το ίδρυμα Αποκατάστασης Προσφύγων, το ίδρυμα Ροκφέλερ και ο Ερυθρός Σταυρός, άρχισαν τις συστηματικές προσπάθειες αντιμετώπισης της νόσου και ενημέρωσης του πληθυσμού. Δεν ήταν όμως μόνο η ύπαιθρος. Στην Αθήνα, μέσα στον αστικό ιστό όπου τα λήμματα έτρεχαν στα χαντάκια των δρόμων, το ποσοστό των προσβεβλημένων από ελονοσία ήταν άνω του 30%.
Κάποιοι πρωτοπόροι γιατροί της εποχής, όπως ο Καρδαμάτης, ο Πατρίκιος, ο Αθανασάκης, ο Λαμπαδάριος και ο Δοξιάδης αργότερα, βοήθησαν με δική τους πρωτοβουλία να ενημερωθεί ο πληθυσμός και ν’ αρχίσει να αποξηραίνει ή να ψεκάζει τα έλη. Οι χωρικοί ήταν ανήμποροι ν’ αντιληφθούν την αξία των ψεκασμών και των αποξηράνσεων, δεν συμμετείχαν σε ενέργειες τέτοιου είδους και χλεύαζαν τις θεωρίες των γιατρών ότι τα κουνούπια φταίνε για τις ‘’θέρμες’’. Μα το πιο σοβαρό ήταν η τροφοδοσία των γιατρών και των πρόχειρων ιατρείων με κινίνο, κόστος που ανέλαβαν αποκλειστικά οι Αμερικανοί.
Ήταν τόσο τραγική και ανεξέλεγκτη η κατάσταση, που για να ανασχεθεί η αρρώστια στο σύνολο της επικράτειας, επί πέντε χρόνια διοχετευόταν στην Ελλάδα το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής κινίνου, όλα πληρωμένα από το ίδρυμα Ροκφέλερ και τον Ερυθρό Σταυρό.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.