Ο πρώτος βιομηχανικός αναπτήρας κατοχυρώθηκε και πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στο Παρίσι το 1890. Ήταν ο Luminus και όποιος σήμερα έτυχε να έχει από οικογενειακή κληρονομιά έναν τέτοιο, δεν θα χρειαστεί να εργαστεί ξανά στη ζωή του. Οι συλλέκτες θα τον αγόραζαν μερικά εκατομμύρια ευρώ, καθώς ο Luminus κατοχυρώθηκε μεν αλλά βγήκε σε ελάχιστα κομμάτια. Ήταν χοντροκομμένος, πανάκριβος και έξω από τα ήθη της εποχής.
Είχαν προηγηθεί βέβαια άλλοι που θεωρούνται εφευρέτες του αναπτήρα χειρός, όπως ο Γερμανός Doneriener (1816) που έφτιαξε τη ‘’λάμπα Doneriener’’ και άλλοι που είχαν πειραματιστεί με φορητές μηχανές που ανάβουν φωτιά, όμως ο Luminus πήρε πρώτος δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και άδεια μαζικής παραγωγής.
Υπήρχαν επίσης από πολύ παλιότερα τσακμάκια, με τις σπίθες που έβγαιναν από την τριβή του φυσικού πυριτόλιθου να μεταδίδονται είτε στην ίσκα που ήταν ένας εύφλεκτος παρασιτικός μύκητας των δέντρων, είτε σ’ ένα εμποτισμένο με εύφλεκτα υλικά κορδόνι. Μ ‘αυτά μπορούσες ν’ ανάψεις το τσιγάρο σου, όμως η ιδέα να κουβαλά κανείς στην τσέπη του μια μικρή δεξαμενή με πετρέλαιο που έδινε ελεγχόμενη ζωντανή φλόγα, έμοιαζε τρελή.
Ο βιομηχανικός αναπτήρας απέκτησε μαζική χρήση κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν μέσα στα λασπωμένα χαρακώματα όπου ζούσαν εκατομμύρια στρατιώτες τα σπίρτα ήταν αδύνατο να διατηρηθούν στεγνά και ν’ ανάβουν. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι οι κυβερνήσεις, όπως σε όλα τα προϊόντα που είχαν μεγάλη κατανάλωση, άρχισαν να φορτώνουν τα σπίρτα με απανωτούς φόρους, οπότε η αγορά ενός αναπτήρα έγινε πιο συμφέρουσα.
Αναπτήρες υπήρχαν από αρκετά παλιότερα, συνήθως επιτραπέζιοι. Το 1867, στην παγκόσμια έκθεση του Παρισιού, παρουσιάστηκε ένας αναπτήρας από χρυσό, σμάλτο και ασήμι, όμως όταν εφευρέθηκε η τεχνητή τσακμακόπετρα από τον Αυστριακό Άουερ Φον Μέλμπαχ το 1904 έγινε δυνατή η φθηνότερη και μαζικότερη παραγωγή. Οι επιτραπέζιοι αναπτήρες ήταν περίτεχνα κατασκευάσματα χρυσοχόων που φτιάχνονταν μόνο μετά από ειδική παραγγελία.
Αν περιοδεύσετε στο Λούβρο θα παρατηρήσετε στις βιτρίνες του διάφορα ενδιαφέροντα πολύπλοκα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι πλούσιοι αριστοκράτες στα τέλη του 18ου αιώνα, όπως έναν εκπληκτικό συνδυασμό ρολογιού, αναπτήρα, ξυπνητηριού και φωτιστικού. Την προκαθορισμένη ώρα, ένας επικρουστήρας έστελνε σπίθες σ’ ένα κανονάκι, το οποίο βροντούσε για να ξυπνήσει τον κοιμισμένο ιδιοκτήτη και παράλληλα η έκρηξη άναβε ένα κερί για να φωτίσει το σκοτεινό δωμάτιο, καθώς το ηλεκτρικό δεν υπήρχε ακόμα.
Όμως αυτά ήταν σχετικά μεγάλα και δύσχρηστα αντικείμενα, ορισμένα δε και κακόφημα, όπως τα περίφημα «σύνολα» που κατασκευάζονταν αποκλειστικά για γυναίκες. Ήταν κασετινούλες με πίπα, αναπτήρα, πουδριέρα και κραγιόν, από το ίδιο υλικό και ομοιόμορφα διακοσμημένα. Ήταν αρκετό να δουν μια κυρία να κρατά μια τέτοια κασετίνα για να τη χαρακτηρίσουν εξώλης και προώλης.
Ξεχωριστή θέση στην ιστορία του αναπτήρα έχουν επίσης ο περίφημος Zippo και ο πασίγνωστος Ronson. Ο Louis Aronson, κατασκευαστής και παραγωγός του Ronson, ήταν ο πρώτος που εφηύρε τον αναπτήρα μιας κίνησης, καθώς οι προηγούμενοι αναπτήρες ήθελαν τουλάχιστον τρεις κινήσεις μέχρι να βγάλουν φωτιά. O George Bleisdell, σχεδίασε τον ορθογώνιο Zippo με το μετακινούμενο καπάκι και το διάτρητο εσωτερικό κέλυφος, δημιουργώντας ένα πραγματικό φετίχ των καπνιστών. Υπολογίζεται ότι από το 1932 που παρουσίασε τον αναπτήρα του, έχει πουλήσει πάνω από μισό δισεκατομμύριο κομμάτια σ’ όλη την υφήλιο.
Μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο μπήκαν στην κατασκευή του αναπτήρα και των ειδών καπνού, ονόματα που έμειναν στην ιστορία. Ο Λουί Φρανσουά Καρτιέ, ο Άλφρεντ Ντάνχιλ, ο Φρανσουά Ντιπόν, ο Τζών Στέρλιγκ και άλλοι. Πολλά απ’ τα μοντέλα τους έγιναν θρυλικά και βγαίνουν με παραλλαγές και τεχνικές βελτιώσεις ως σήμερα. Ο Ντιπόν μάλιστα εφηύρε και το νεσεσέρ, καθώς το 1930 ένας Ινδός μαχαραγιάς ονόματι Patiala του παρήγγειλε από έναν χρυσό αναπτήρα κι ένα νεσεσέρ με καπνικά για κάθε σύζυγο του. Είχε 150 συζύγους και η παραγγελία έκανε τον Ντιπόν διάσημο σ’ όλη την υφήλιο.
Μετά ήρθε ο φθηνός πλαστικός αναπτήρας αερίου (1973) που χώρισε στα δυο την πελώρια αγορά. Στους πολλούς που δεν του δίνουν σημασία και στους ελάχιστους μερακλήδες που συνεχίζουν να θεωρούν τον αναπτήρα τους ένα κόσμημα.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.