Τα βίαια μέτρα ιταλοποίησης των ελληνικών πληθυσμών των Δωδεκανήσων που πήρε η ιταλική διοίκηση τα 33 χρόνια κατοχής των νησιών μας. Απαγορεύτηκε η ελληνική γλώσσα, κυνηγήθηκε η Ορθόδοξη εκκλησία, δόθηκαν κίνητρα για την υιοθέτηση της ιταλικής υπηκοότητας, απαγορεύτηκε η εργασία σε όσους δήλωναν Έλληνες. Παρά ταύτα, οι Δωδεκανήσιοι κράτησαν.
Τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1948, αφού κατά τη διάρκεια των αιώνων πέρασαν από πάνω απ’ τα πανέμορφα αυτά ελληνικά νησιά δεκάδες κατακτητές. Πέρσες, Ιωαννίτες ιππότες, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Εγγλέζοι. Όλοι τα ήθελαν και για την ομορφιά τους και για την στρατηγική τους θέση στην βάση του Αιγαίου και απέναντι απ’ την Μικρασία. Ομολογουμένως ήταν ένα θαύμα που οι Δωδεκανήσιοι κράτησαν την ελληνικότητα τους, ζώντας ανάμεσα σε τόσες συμπληγάδες κατακτητών. Πρέπει πάντως να πούμε ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος για να αφελληνιστούν τα Δωδεκάνησα, δεν ήταν τόσο η μακραίωνη Οθωμανική κατοχή, όσο η μόλις 33 χρόνων ιταλική κατοχή από το 1911 ως το 1943.
Η Ιταλία κατέλαβε τη Ρόδο το 1911 κατά την διάρκεια του τουρκοϊταλικού πολέμου, για να επιτηρεί τις τουρκικές νηοπομπές που έφευγαν για τη Λιβύη όπου οι δυο χώρες μάχονταν. Οι ιταλός ναύαρχος διαβεβαίωσε τον πληθυσμό ότι η χώρα του θα μείνει προσωρινά στο νησιωτικό σύμπλεγμα για τις ανάγκες του πολέμου και μετά θα το παραχωρήσουν στην Ελλάδα. Στην συνέχεια όμως στρογγυλοκάθισαν και άρχισαν μια συστηματική προσπάθεια εξιταλισμού των Ελλήνων που αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων. Μετά το 1922 που ανέβηκε ο Μουσολίνι, η προσπάθεια αφελληνισμού των Δωδεκανησίων πήρε βίαιες και τεράστιες διαστάσεις.
Αρχικά ο Μάριο Λάγγο και στην συνέχεια ο στενός συνεργάτης του Μουσολίνι Ντε Βέτσι, ως διοικητές και απόλυτοι άρχοντες των νησιών, επέβαλαν φρικτά μέτρα αποκόλλησης των Δωδεκανησίων από την ελληνική τους συνείδηση. Έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, οι μαθητές υποχρεωτικά πήγαιναν σε ιταλικά, απαγορεύτηκε αυστηρά η ομιλία της ελληνικής γλώσσας ιδιωτικώς και δημοσίως με ποινή φυλάκισης, ενώ η ορθόδοξη εκκλησία τέθηκε ουσιαστικά υπό διωγμό κάτω από την καθοδήγηση των καθολικών του Βατικανού.
Άρχισαν να επιβάλλουν συστηματικά τους γάμους Ιταλών με Δωδεκανήσιες, έδιναν κίνητρα στους μεγαλύτερους να μάθουν την ιταλική γλώσσα σε φροντιστήρια, έδιναν υποτροφία σε όποιον νέο ήθελε να σπουδάσει σε Ιταλικά λύκεια ή σε πανεπιστήμια στην χώρα τους. Όποιος δεν μάθαινε ιταλικά δεν μπορούσε να κάνει μεροκάματα στα δημόσια έργα, ούτε να πιάσει δουλειά σε εργοστάσια. Για να πάρει κανείς άδεια ν’ ανοίξει μαγαζί, να γίνει πλανόδιος πωλητής ή να ασκήσει ελεύθερο επάγγελμα (πχ γιατρός) έπρεπε να πάρει ιταλική υπηκοότητα, να στέλνει τα παιδιά του στο ιταλικό σχολείο και να γραφτεί στο φασιστικό κόμμα.
Κάθε πρωί και βράδυ που μια κανονιά απ’ το φρούριο ανήγγελλε την έπαρση και την υποστολή της ιταλικής σημαίας, έπρεπε όλος ο πληθυσμός να σταθεί ακίνητος όπου βρισκόταν. Χαιρετούσαν υποχρεωτικά με τον φασιστικό χαιρετισμό του υψωμένου χεριού, απαγορεύτηκαν οι χειροτονίες νέων ιερέων, διορίστηκαν δήμαρχοι και κοινοτάρχες που ντύνονταν με τη φασιστική στολή. Τα νησιά γέμισαν με καθολικές εκκλησίες, κάθε πρωί στα σχολεία γινόταν η έπαρση της ιταλικής σημαίας και τα παιδάκια τραγουδούσαν τον ύμνο του Μουσολίνι, ενώ κάθε Δωδεκανήσιος που συναντούσε Ιταλό στον δρόμο του έπρεπε να χαμηλώνει τα μάτια του. Αν ήταν πάνω σε άλογο ή γαϊδούρι, έπρεπε να αφιππεύσει αμέσως. Οι μισθοί για όσους γίνονταν Ιταλοί πολίτες ήταν δεκαπλάσιοι απ’ τους άλλους.
Αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ουσιαστικά αναλφάβητος, ήταν άθλος η διατήρηση της ελληνικότητας του μόνο μέσω του προφορικού λόγου και της Ορθόδοξης εκκλησίας μας που αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Ευτυχώς ο Μουσολίνι πήγε στον πόλεμο με τον Χίτλερ και όχι με τους αγγλογάλλους όπως στον Α’ παγκόσμιο, οπότε μετά την ήττα κατορθώσαμε να ξαναβάλουμε την ελληνική σημαία στα πανέμορφα αυτά νησιά μας. Αν οι Ιταλοί ήταν με του συμμάχους νικητές, δύσκολα θα μιλούσαμε σήμερα για ελληνικά Δωδεκάνησα. Άλλωστε είναι γνωστό ότι το 1940, ο Τσώρτσιλ υποσχέθηκε να τα δώσει στους Τούρκους, αν αυτοί έμπαιναν στον πόλεμο με την πλευρά των συμμάχων.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.