Τετάρτη, 27 Νοε.
15oC Αθήνα

Η μυστηριώδης και εκλεπτυσμένη γκέισα

Η μυστηριώδης και εκλεπτυσμένη γκέισα

Η αδυναμία των απλοϊκών δυτικών να αντιληφθούν το ιστορικό και αισθητικό βάθος του θεσμού της Γιαπωνέζας γκέισας. Την θεωρούσαν πόρνη πολυτελείας, ενώ ήταν ακριβώς το αντίθετο.

Ποια είναι η εικόνα που έχει ο δυτικός άνθρωπος για τη γκέισα; Είναι μια Γιαπωνέζα με κάτασπρο αλευρωμένο πρόσωπο, περίεργο κότσο, μακρύ κεντημένο φουστάνι, ξυλοπάπουτσα στα πόδια, που περπατά σαν νευρόσπαστο, σερβίρει τσάι ή γιαπωνέζικο ρακί που το λένε σάκε, παίζει ένα μακρόστενο μαντολίνο, χορεύει ανοιγοκλείνοντας βεντάλιες και βγάζοντας απ’ το στόμα της αλλόκοτους λαρυγγισμούς.

Αν και το βιβλίο «αναμνήσεις μιας γκέισας» (που έγινε ταινία και μέσω της τηλεόρασης μπήκε σε όλα τα δυτικά σπίτια) συνέβαλλε στο γκρέμισμα κάποιων αρνητικών μύθων γι αυτές τις γυναίκες, η βασική λανθασμένη εικόνα παραμένει. Η γκέισα στα μάτια των ανθρώπων της Δύσης ήταν μια πόρνη πολυτελείας.

Πρόκειται για μια απολύτως λανθασμένη αντίληψη που προσβάλλει την εξεζητημένη ιστορική παρουσία αυτών των γυναικών. Στην καλή τους εποχή (μέσα 19ου με αρχές 20ου αιώνα), οι γκέισες αποτέλεσαν το πιο ολοκληρωμένο δείγμα θηλυκής παρουσίας σ’ ολόκληρη την αχανή ανατολή, πάντα μέσα στα πλαίσια της ανδροκρατούμενης Γιαπωνέζικης κοινωνίας. Η γκέισα δεν ήταν πόρνη. Ίσα-ίσα που και μόνο η υποψία ότι κατέφευγε ή χρησιμοποιούσε τον πληρωμένο έρωτα, ήταν αρκετή για εξευτελιστεί και να χάσει κάθε δυνατότητα προσφοράς των υπηρεσιών για τις οποίες είχε εκπαιδευτεί επί χρόνια.

Οι φεουδάρχες, οι πολιτικοί, οι πλούσιοι έμποροι και οι στρατιωτικοί της Ιαπωνίας είχαν στην διάθεση τους όσες πόρνες και ερωμένες ήθελαν από τον φτωχό και υποταγμένο λαό που κυβερνούσαν. Η παρουσία μιας παρέας από γκέισες στις συναθροίσεις τους, εξασφάλιζε ακριβώς το αντίθετο από την επαφή με τη χυδαιότητα της αγοραίας ερωτικής συνεύρεσης. Υπηρετούσε την υψηλή αισθητική και την ψυχική ανάταση.

Τις χαρακτήριζε το προσεκτικό τους ντύσιμο (ποτέ δεν έβαζαν το κιμονό δεύτερη φορά), το ειδικό βάψιμο του προσώπου με μια μάσκα αποτελούμενη βασικά από σκόνη ρυζιού, η πολύπλοκη τελετουργία του σερβιρίσματος του τσαγιού ή του σάκε, το παίξιμο του «σαμιζέν» που ήταν ένα είδος τρίχορδης κιθάρας, το τραγούδι τους, οι δύσκολοι χοροί τους και η χαμηλόφωνη διατύπωση των γνώσεων και των απόψεων τους. Για να τα πετύχουν όλα αυτά, οι γκέισες εκπαιδεύονταν σκληρά από μικρή ηλικία μ’ έναν συγκεκριμένο παραδοσιακό τρόπο που είχε πολλά στάδια.

Όλα αυτά ήταν αποδεκτά στην Ιαπωνία ως μια καθαρτήρια διαδικασία των ίδιων των ανδρών που συμμετείχαν σε συναθροίσεις με γκέισες, για να ξεφύγουν από τη χυδαιότητα και τη σκληρότητα της εξουσίας, του πολέμου ή του εμπορίου. Το πρόβλημα ήταν ότι η απομονωμένη Ιαπωνία με τους πολυεπίπεδους κοινωνικούς διαχωρισμούς και τις λεπτεπίλεπτες αισθητικές διαφοροποιήσεις από τάξη σε τάξη κι από στρώμα σε στρώμα, ήταν ακατανόητη για το απλοϊκό δυτικό μυαλό.

Πολύ περισσότερο όταν στην φοβική για τους ξένους αυτοκρατορία του ανατέλλοντος ηλίου, δεν πλησίαζαν παρά μόνο αγράμματοι και ακαλλιέργητοι δυτικοί ναυτικοί, τυχοδιώχτες και στρατιωτικοί. Αυτοί βέβαια δεν ήταν διανοούμενοι, ούτε αποτελούσαν την αφρόκρεμα της μόρφωσης του δυτικού κόσμου. Στα μάτια του αφιονισμένου για πληρωμένο έρωτα ναυτικού, η γκέισα καταγράφηκε ως η Γιαπωνέζα πόρνη πολυτελείας για τους πλούσιους και αυτή η εικόνα πέρασε στη Δύση.

Η παράξενη εμφάνιση τους και η αλλόκοτη συμπεριφορά τους προστέθηκε στο ερωτικό φολκλόρ της μυστηριώδους αυτής χώρας, όπου όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Πόσο δε μάλλον, που οι δυτικοί θα ‘πρεπε να μάθουν να διαχωρίζουν μια γκέισα από μια όιραν, η οποία ήταν εταίρα με πελατεία στην υψηλή αριστοκρατία της Ιαπωνίας. Η όιραν είχε ίδιο χτένισμα και μακιγιάζ με την γκέισα, αλλά έδενε την μαύρη ζώνη της -την όμπι- έξω απ’ το κιμονό και μπροστά, σε αντίθεση με την γκέισα που την έδενε από μέσα και πίσω. Λεπτεπίλεπτες διαφορές, που ήταν αόρατες στα δυτικά μάτια.

Η χαριστική βολή στην δυτική εικόνα για τη γκέισα δόθηκε μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου, από τις κατοχικές Αμερικανικές δυνάμεις. Οι απλοϊκοί Αμερικανοί φαντάροι και αξιωματικοί ζητούσαν γκέισες στα κρεβάτια τους και οι Γιαπωνέζοι μαστροποί άρχισαν να τους προσφέρουν πόρνες ντυμένες με κιμονό και περούκες, με αλευρωμένα πρόσωπα και πλαστικές βεντάλιες στο χέρι. Ο ξεπεσμός αυτός μαζί με τις κοινωνικές αλλαγές που έφερε η νέα εποχή οδήγησε στο τέλος του έναν ολόκληρο γυναικείο κόσμο. Ο λίγοι γνώστες αυτού του κόσμου έλεγαν ότι αποτελούσε μέγιστο βίωμα για όποιον άνδρα είχε προλάβει να τον γευτεί, τον καιρό της ακμής του.

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Μία σταγόνα ιστορία Τελευταίες ειδήσεις