Πέντε νεαροί κομμουνιστές καταλαμβάνουν εν μέσω εμφυλίου ένα αεροπλάνο και το οδηγούν στα Σκόπια, για να καταταγούν στον Δημοκρατικό Στρατό. Η πρώτη αεροπειρατεία στην χώρα μας, που έκανε τεράστια εντύπωση. Την πλήρωσαν οι γονείς των παιδιών και το πλήρωμα.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1948, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν στο χειρότερο σημείο του, έξι μαθητές από τη Θεσσαλονίκη κατέβηκαν στην Αθήνα για να δώσουν εξετάσεις για το Πολυτεχνείο. Ήταν τα δύο αδέλφια Αλέξανδρος και Χαράλαμπος Κουφοδάκης (21 και 23 χρονών), ο Αχιλλέας Κελτιμλίδης (19 χρονών), ο Γιώργος Κέλας (17 χρονών), ο Σπύρος Χειλμιάδης (19 χρονών) και ο Αντώνης Βογιάζος (18 χρονών).
Οι εξετάσεις στο Πολυτεχνείο ήταν ένα πρόσχημα για τα παιδιά αυτά, καθώς ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη αποφασίσει να πραγματοποιήσουν ένα εξαιρετικά παράτολμο σχέδιο. Θα έκαναν την πρώτη αεροπειρατεία στην Ελλάδα, πιθανότατα τη δεύτερη στον κόσμο αφού στις εγκυκλοπαίδειες αναφέρεται ως πρώτη αυτή που έγινε έναν χρόνο νωρίτερα, στις 25 Ιουλίου 1947 σε Ρουμανικό αεροπλάνο. Αν η αεροπειρατεία δεν είναι λοιπόν ελληνική πατέντα, είναι σίγουρα βαλκανική.
Οι πέντε νεαροί, όλοι τους παιδιά αστικών οικογενειών της Θεσσαλονίκης, εμφορούνται από τις ιδέες της αριστεράς και επιδιώκουν να βρεθούν στο μέτωπο του εμφυλίου για να πολεμήσουν με τον Δημοκρατικό στρατό. Αδυνατώντας όμως να φθάσουν στις αποκλεισμένες από τον εθνικό στρατό περιοχές των ανταρτών, συλλαμβάνουν την τρελή ιδέα να πάνε αεροπορικώς. Κατέβηκαν λοιπόν στην Αθήνα κι από κει επιβιβάστηκαν σ’ ένα αεροπλάνο της ιδιωτικής εταιρείας ΤΑΕ που εκτελούσε τότε χρέη εθνικού αερομεταφορέα.
Το αεροπλάνο ήταν ένα DC-3 με 21 επιβάτες. Πάνω από την Εύβοια, οι νεαροί εισέβαλαν στον θάλαμο διακυβέρνησης, οι πέντε οπλισμένοι με σουγιάδες και ο έκτος μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι γκαζόζας και διέταξαν τον πιλότο Θανάση Γουμενάκη να κατευθυνθεί για Βελιγράδι. Ο ασυρματιστής στέλνει αμέσως τηλεγράφημα στην Πολεμική Αεροπορία, γεγονός που εκνευρίζει τους μικρούς αεροπειρατές, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσουν ελαφρά.
Η διαταγή που φθάνει από το αρχηγείο αεροπορίας είναι να μην βγει το αεροσκάφος από τον εθνικό εναέριο χώρο επ’ ουδενί λόγο, ενώ απογειώνεται και ένα Σπιτφάϊαρ για να καταδιώξει το κατειλημμένο σκάφος. Ο Γουμενάκης όμως, βλέποντας ότι τα νεαρά παιδιά δεν παίζουν, αποφασίζει να μην διακινδυνέψει τις ζωές των επιβατών και κατευθύνεται προς Γιουγκοσλαβία ακολουθώντας από ψηλά τον ποταμό Αξιό. Φθάνοντας στην περιοχή των σημερινών Σκοπίων, βρίσκει ένα ανοιχτό χωράφι στην περιοχή Burga και προσγειώνεται όπως-όπως.
Οι έξι νεαροί κατεβαίνουν από το αεροπλάνο, ενώ έκπληκτοι χωρικοί καταφθάνουν στην αλάνα για να δουν τι συμβαίνει. Ο πιλότος, μόλις κατεβαίνουν οι μικροί, απογειώνει ξανά το αεροπλάνο του, πριν τους προλάβουν στο έδαφος οι Γιουγκοσλαβικές αρχές και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη.
Το απαχθέν αεροπλάνο περιμένει ο ίδιος ο αρχηγός της Αεροπορίας που αρχίζει να ανακρίνει προσωπικά το πλήρωμα και τους επιβάτες. Το πλήρωμα φυλακίζεται για εγκληματική αμέλεια, στη δίκη αθωώνεται για την κατηγορία της συνέργειας με την οποία είχε παραπεμφθεί, αλλά όλοι χάνουν τις άδειες τους και απολύονται. Όλοι οι γονείς των νεαρών αεροπειρατών μπαίνουν στη φυλακή, αν και οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα για τα σχέδια των κανακάρηδων τους, ούτε ήταν αριστερών πεποιθήσεων.
Οι εφημερίδες της εποχής οργίασαν και η επιχείρηση αποδόθηκε σε σχέδιο του ΚΚΕ, αν και αποδείχτηκε εκ’ των υστέρων ότι οι νεαροί είχαν δράσει αυτοβούλως. Μέχρι και η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Πόλκ έγινε προσπάθεια να τους φορτωθεί. Οι Γιουγκοσλάβοι παρέλαβαν τα έξι παιδιά και τα προώθησαν στις τάξεις των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού για να πολεμήσουν όπως ζήτησαν. Ένας σκοτώθηκε στο Κιλκίς, ένας άλλος στον Γράμμο, ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις έζησαν στην ανατολική Ευρώπη ως πολιτικοί πρόσφυγες. Κανένας δεν έμαθε αν μετάνιωσαν που κατέστρεψαν έτσι τη ζωή τους, σε έναν μάταιο αδελφοκτόνο πόλεμο.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.