Στις 27 Φεβρουαρίου 1911, μια μεγάλη διαδήλωση γέμισε τους δρόμους Μητροπόλεως, Όθωνος, Νίκης και Απόλλωνος, στο κέντρο της Αθήνας. Σ’ εκείνη την περιοχή βρισκόταν το σπίτι του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και η συγκέντρωση ήταν προγραμματισμένη ακριβώς μπροστά στην πόρτα του.
Ο Βενιζέλος ήταν τότε μακράν ο δημοφιλέστερος πολιτικός της χώρας, τον είχαν φέρει λίγο καιρό νωρίτερα από την Κρήτη οι αξιωματικοί που έκαναν το Κίνημα του Γουδή. Ο κρητικός πολιτικός είχε ήδη αρχίσει μια αναμορφωτική δράση σε όλους τους τομείς, που έναν χρόνο αργότερα θα έφερνε τα θαυμαστά αποτελέσματα των βαλκανικών πολέμων που τριπλασίασαν την έκταση της χώρας. Γι αυτό και κάποιος ξένος παρατηρητής θα ένιωθε έκπληκτος βλέποντας το πελώριο πλήθος έξω από το σπίτι του πρωθυπουργού να μουντζώνει με μανία, όχι μόνο με τα δυο χέρια ταυτόχρονα, αλλά σηκώνοντας παράλληλα και το ένα πόδι. Υπονοούσαν ότι τον μουντζώνουν με χέρια και με πόδια, ενώ φώναζαν ρυθμικά ‘’να-να-να –να’’.
Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Επρόκειτο για ένα ετερόκλητο πλήθος που το αποτελούσαν παπάδες, καλόγεροι, καθηγητές πανεπιστημίου, φοιτητές της φιλολογίας και ένας απίθανος όχλος από αγράμματους λαϊκούς ανθρώπους που είχαν έρθει εκεί με την προτροπή ενοριών και λαϊκών συντηρητικών εφημερίδων. Τη συγκέντρωση είχε πραγματοποιήσει η «Επιτροπή δια την άμυναν της εθνικής γλώσσης» που είχε συγκροτήσει ο υπερσυντηρητικός καθαρευουσιάνος καθηγητής Γ. Μηστριώτης.
Σε αντίθεση με όσα βιώνουμε σήμερα, εκείνη την εποχή το πανεπιστήμιο και ειδικά η φιλοσοφική και νομική σχολή, ήταν το προπύργιο του συντηρητισμού. Καθ’ όλη τη διάρκεια της έξαρσης του γλωσσικού ζητήματος, οι καθηγητές και οι φοιτητές του ήταν το πλέον αντιδραστικό κομμάτι της ελληνικής διανόησης και πάντα ο αρχαϊστής Μηστριώτης ήταν στην πρωτοπορία όλων των διαδηλώσεων και των ταραχών υπέρ της καθαρεύουσας.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν, Φεβρουάριο του 1911, ο Βενιζέλος είχε φέρει προς συζήτηση στη Βουλή το νέο Σύνταγμα της χώρας που επιτέλους θα εκσυγχρόνιζε την Ελλάδα και θα την έβαζε στη νέα εποχή, εν όψει τρομερών ανακατατάξεων σ’ όλα τα βαλκάνια. Και τότε ξαφνικά, ενεφανίσθη πάλι ο Μηστριώτης επικεφαλής ενός όχλου, που μπορεί μεν στην πλειοψηφία του να ήταν εντελώς αναλφάβητος, υπεράσπιζε όμως τα ιερά και τα όσια της φυλής μέσω της καθαρεύουσας.
Είχαν τέσσερις αδιαπραγμάτευτους όρους προς τον πρωθυπουργό: Πρώτον να τους συναντήσει ο Βενιζέλος και να τους διαβεβαιώσει ότι δεν ήταν δημοτικιστής, μαλλιαρός όπως τους έλεγαν, δεύτερον να γραφεί το νέο Σύνταγμα στην άκρα καθαρεύουσα, τρίτον να καθιερωθεί μ’ αυτό το Σύνταγμα ότι η επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν μόνο η καθαρεύουσα και τέταρτον να απολυθούν από το δημόσιο όσοι υπάλληλοι ή εκπαιδευτικοί ήταν υπέρ της δημοτικής.
Ο Βενιζέλος τους δέχτηκε μεν, αλλά τους είπε ότι αυτά είναι ασυναρτησίες μπροστά στα πραγματικά προβλήματα του έθνους και του κράτους. Αυτοί βγήκαν έξω φρικιασμένοι, φωνάζοντας ότι «ο πρωθυπουργός είναι μαλλιαρός». Άρχισαν να μουντζώνουν και να φωνάζουν ‘’να-να-να-να’’, αλλά τα πνεύματα οξύνθηκαν όταν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι της πρωθυπουργικής οικίας μια γριά κρητικιά που ο Βενιζέλος είχε για υπηρέτρια.
Η υπηρέτρια δεν γνώριζε τίποτα περί του γλωσσικού ζητήματος και των ιδεολογικών συγκρούσεων περί αυτού, αλλά όταν είδε το πλήθος από κάτω να τη μουντζώνει, σήκωσε κι αυτή τα χέρια της και αντιγύρισε δυο μεγαλοπρεπή φάσκελα. Ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε… τα πνεύματα οξύνθηκαν, έγινε ντου από τους διαδηλωτές στο σπίτι, επενέβη η αστυνομία, το κέντρο της Αθήνας έγινε κόλαση. Η διαδήλωση αυτή έμεινε στην ιστορία για τα φάσκελα που δίνονταν με χέρια και με πόδια.
Τελικά, ο Βενιζέλος κατά τη συνήθη τακτική του προσέφυγε στον συμβιβασμό. Το καινούριο Σύνταγμα πρόβλεψε μεν την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, γράφτηκε σ’ αυτήν, όμως στην ‘’απλή’’ καθαρεύουσα όχι στην ‘’άκρα’’. Κράτησε δηλαδή την καθαρεύουσα ως κυρίαρχη, αλλά δίχως να βγάλει στην παρανομία τη δημοτική και τους δημοτικιστές. Φυσικά, καμιά απ’ τις δυο πλευρές δεν έμεινε ευχαριστημένη. Τον κατήγγειλαν και οι καθαρευουσιάνοι και οι δημοτικιστές. Οι πρώτοι διότι ‘’άνοιξε την θύραν εις τους μαλλιαρούς’’ , οι δεύτεροι διότι ‘’πρόδωσε την ζωντανή γλώσσα του λαού, που ο ίδιος υποστήριζε μέχρι να γίνει πρωθυπουργός’’. Τελικά, τη λύση την έδωσε ο χρόνος.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.