Στις 8 Ιανουαρίου του 1944, ένα βαρύ χειμωνιάτικο ξημέρωμα, ένας πυροβολισμός αναστάτωσε τους πρόποδες του λόφου του Στρέφη στην Αθήνα. Ήταν η πιο μαύρη περίοδος της κατοχής, με τους εκνευρισμένους από την επερχόμενη ήττα Γερμανούς να πυροβολούν με το παραμικρό και τους οπλισμένους αντιστασιακούς να κυκλοφορούν δίχως πολλούς φόβους. Οι γείτονες δίστασαν πολύ πριν σπάσουν την πόρτα και να μπουν στο μεγάλο νεοκλασικό απ’ όπου ακούστηκε ο πυροβολισμός, στη γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου, στα Εξάρχεια.
Το μέγαρο είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες παλιότερα, όμως τότε το βρήκαν σχεδόν άδειο, κρύο και θλιβερό, με τον μοναδικό πλέον ιδιοκτήτη και ένοικο του πεσμένο στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε αυτοπυροβοληθεί μ’ ένα στρατιωτικό περίστροφο. Οι γείτονες έκαναν τον σταυρό τους και κούνησαν το κεφάλι τους μ’ ένα μείγμα συμπόνιας και καταφρόνιας. Ο νεκρός που έβλεπαν στο πάτωμα δεν ήταν παρά η θλιβερή σκιά του πάλαι ποτέ μεγάλου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
Κι όμως είχε γεννηθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Ο πατέρας Λεωνίδας Λαπαθιώτης, αξιωματικός καριέρας, έφτασε στο βαθμό του αντιστρατήγου, έγινε βουλευτής και έφθασε υπουργός στρατιωτικών το 1909. Η μάνα του ήταν ανιψιά του Χαριλάου Τρικούπη. Το σπίτι είχε χρήμα, δόξα, μόρφωση, αριστοκρατικές επαφές. Και ο μικρός Ναπολέων, από μικρός έδειξε την κλήση του προς τα γράμματα, τη λογοτεχνία, την ποίηση. Έμαθε Αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ζωγραφική, πιάνο, σπούδασε στη νομική Αθηνών και σχετικά νέος ακόμη, ήταν ήδη ένας απ’ τους διάσημους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου.
Έγραφε ποιήματα, πεζογραφήματα, δοκίμια, έκανε μεταφράσεις, μετείχε στην έκδοση του πρωτοποριακού λογοτεχνικού περιοδικού Ηγησώ. Επηρεασμένος από τον ρομαντισμό και το πνεύμα του αισθητισμού του Όσκαρ Ουάιλντ, συνεργαζόταν με όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, ήταν φίλος του Σικελιανού και αλληλογραφούσε με τον Καβάφη. Τον Αλεξανδρινό ποιητή είχε γνωρίσει το 1917, όταν επισκέφθηκε μαζί με τον πατέρα του την Αίγυπτο για να στρατολογήσει εθελοντές για το κράτος της Θεσσαλονίκης που είχε στήσει ο Βενιζέλος στον Διχασμό. Βιοποριστικό πρόβλημα δεν είχε, λεφτά υπήρχαν στην οικογένεια.
Κι όμως ο χαρακτήρας, τα πάθη και οι ιδιαιτερότητες του όρισαν τελικά την τραγική μοίρα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που δεν σήκωνε τέτοιες σεξουαλικές παρεκτροπές. Στις προσωπικές του σημειώσεις, ο ίδιος ο Λαπαθιώτης είχε γράψει: «Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ΄ απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ΄ άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!»
Ήταν επίσης εθισμένος σε ναρκωτικές ουσίες που τελικά τον έριξαν στην δυσεύρετη ηρωίνη. Εθισμός και ομοφυλοφιλία είχαν μετατρέψει όλη του τη ζωή σε μια θεατρική παράσταση αντικοινωνισμού. Ντυνόταν εξεζητημένα, προκαλούσε με τις εμφανίσεις του, με τις πράξεις του και τα γραπτά του, ενώ χωνόταν δίχως προφυλάξεις στα στέκια του υποκόσμου αναζητώντας ναρκωτικά και εραστές. Ψυχολογικά ασταθής, δεμένος άρρωστα με τη φιγούρα της μητέρας του, σε μόνιμη σύγκρουση με τον γέρο στρατηγό πατέρα του, ανήμπορος να συμμαζέψει τα οικονομικά του, άρχισε σταθερά να παρακμάζει ως προσωπικότητα. Στις αναλαμπές του έγραφε υπέροχα λυρικά και καλοδουλεμένα ποιήματα, όμως μετά τον θάνατο των γονιών του πήρε την κάτω βόλτα.
Από το 1930 και μετά, αλλά κυρίως μέσα στις κακουχίες της κατοχής, εξανέμισε την περιουσία του, πούλησε τα έπιπλα του σπιτιού, το πιάνο, την τεράστια βιβλιοθήκη με τα σπάνια βιβλία, ενώ η ηρωίνη τον ισοπέδωνε μέρα με τη μέρα. Στα 56 του χρόνια, το 1944, παρέδωσε τα όπλα του στρατηγού πατέρα του στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων, κράτησε ένα περίστροφο και αυτοπυροβολήθηκε ένα χειμωνιάτικο ξημέρωμα. Ήταν τόσο μπατίρης, που οι φίλοι του τον κήδεψαν κάνοντας έρανο μεταξύ τους. Τον κράτησαν όμως τέσσερις ολόκληρες μέρες στο φέρετρο πριν τον κατεβάσουν στον τάφο, όπως ο ίδιος τους είχε βάλει να ορκιστούν. Ανάμεσα στις χιλιάδες άλλες φοβίες του, είχε και την πεποίθηση ότι θα πάθαινε νεκροφάνεια και θα ξυπνούσε μέσα σ’ ένα σκοτεινό φέρετρο κάτω απ’ τη γη.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.