Ένα πραγματικό σκυλί του πολέμου, ο καλύτερος στρατηγός των συμμάχων στον β’ παγκόσμιο πόλεμο, που έφαγε το κεφάλι του διότι ήταν στρατιώτης και όχι πολιτικός. Ιδιόρρυθμη και εκρηκτική προσωπικότητα, τα ‘βαζε με όλους με αποτέλεσμα, παρά τα τρομερά προσόντα του, να έχει μόνο εχθρούς και κανέναν φίλο.
Από όλους τους στρατηγούς και ανώτατους διοικητές που έδρασαν με την πλευρά των συμμάχων τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ο πιο ικανός, ο πιο διάσημος και ο πιο δαιμόνιος ήταν αναμφίβολα ο Τζώρτζ Πάττον. Ήταν θυελλώδης, παράτολμος, ερειστικός, απρόσμενος, αντιναζιστής και αντικομμουνιστής μαζί. Ειδικευμένος στα μηχανοκίνητα και τα τεθωρακισμένα, μεγαλοφυής επιτελικός, ο Πάττον κυκλοφορούσε μ’ ένα καουμπόικο περίστροφο στη μέση, έτρωγε στο συσσίτιο με τους φαντάρους, κλωτσούσε τους ανώτατους αξιωματικούς του αν δεν τηρούσαν τις διαταγές του και χαστούκιζε όσους δήλωναν άρρωστοι για ν’ αποφύγουν τη μάχη.
Ήταν ένα πραγματικό σκυλί του πολέμου, με ένα βασικό μειονέκτημα: Ήταν στρατιώτης και όχι πολιτικός, ενώ θα έπρεπε να ξέρει ότι στις υψηλότατες θέσεις που έφθασε να υπηρετεί, οι στρατηγοί κάνουν πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως πόλεμο. Οι γερμανοί στρατηγοί τον θεωρούσαν τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο τους, διότι είχε κυνικές και ιδιόρρυθμες απόψεις ακόμα και για τον ίδιο τον πατριωτισμό: ‘’Δεν θέλω να πεθάνετε για την πατρίδα σας, θέλω να κάνετε τα καθίκια απέναντι να πεθάνουν για την δική τους’’ έγραφε στις ημερήσιες διαταγές προς τους άνδρες του.
Στην απόβαση της Νορμανδίας ήταν διοικητής της 3ης Αμερικανικής Στρατιάς. Κατείχε ήδη τον τίτλο του «λιονταριού της Σικελίας», καθώς είχε διευθύνει νικηφόρα την συμμαχική απόβαση στη Σικελία, όπου είχε εκπληκτικές επιτυχίες. Όταν όμως ρωτήθηκε αν ήθελε να μείνει στο ιταλικό μέτωπο ως διοικητής ή αν προτιμούσε να πάει στη Νορμανδία κάτω από την διοίκηση άλλων, προτίμησε το δεύτερο. Το βασικό θέατρο του πολέμου ήταν πια εκεί και στόχος του ήταν το ίδιο το Βερολίνο. Εισέβαλλε στην Βρετάνη και μέσα σε 45 μέρες είχε καταλάβει μια τεράστια περιοχή της Γαλλίας, σκοτώνοντας 26.000 Γερμανούς, τραυματίζοντας 73.000 και αιχμαλωτίζοντας 87.000. Κατέστρεψε 800 εχθρικά άρματα και 1.500 πυροβόλα.
Τα χτυπήματα του ήταν αστραπιαία, χειρουργικά και πάντα νικηφόρα. Οι απλοί φαντάροι του τον λάτρευαν, οι αξιωματικοί υφιστάμενοι του τον έτρεμαν και οι προϊστάμενοι του τον απεχθάνονταν. Ο διασυμμαχικός διοικητής Αϊζενχάουερ τον έλεγε ημίτρελο, με τον Βρετανό διοικητή Μοντγκόμερι ήταν αδύνατο να συνεννοηθεί, ο Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ τον θεωρούσαν ανεξέλεγκτο.
Πρότεινε στο επιτελείο ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο να ηγηθεί μιας στρατιάς αστραπιαίου πολέμου που θα χωνόταν σαν σφήνα στην καρδιά της Γερμανίας και θα καταλάμβανε απ’ ευθείας το Βερολίνο. Έτσι ο πόλεμος θα τέλειωνε γρήγορα και δίχως εκατόμβες νεκρών. Το σχέδιο απορρίφθηκε, οι στρατάρχες ζητούσαν σύνεση και βραδύτητα για την αποφυγή του μεγάλου λάθους. Προτιμούσαν την συστηματική εκμηδένιση του εχθρού ανεξαρτήτως χρόνου, άρα όλες οι στρατιές σ’ όλα τα μέτωπα πρέπει να προχωρούν ταυτόχρονα. Σταμάτησαν τον Πάττον που είχε προχωρήσει πολύ, μέχρι να τον προλάβουν οι άλλοι.
Δυο μήνες έμεινε άπρακτος με τους Γερμανούς να ενισχύονται συνεχώς. Αυτός ούρλιαζε ότι πόλεις που θα έπεφταν στα χέρια του δίχως ντουφεκιά, στην συνέχεια ήθελαν χιλιάδες νεκρούς για να καταληφθούν. Κανένας δεν τον άκουγε ως τον Μάρτιο του 1945 που οι δυτικοί αντιλήφθηκαν ότι οι Ρώσοι προέλαυναν με τέτοια ταχύτητα που θα καταλάμβαναν όχι μόνο την ανατολική αλλά και την κεντρική Ευρώπη.
Τότε προσχώρησαν στην άποψη του Πάττον για κεραυνοβόλο πόλεμο. Στόχος πλέον ήταν ο χρόνος και όχι η ισοπέδωση των Γερμανών. Ο Πάττον όρμησε, ήταν ο πρώτος στρατηγός που πέρασε τον Ρήνο, κατέλαβε το ναζιστικό προπύργιο της Νυρεμβέργης, βρήκε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κατέλαβε το Πίλσεν και μπήκε στην Τσεχοσλοβακία. Κι ενώ ετοιμαζόταν να καταλάβει την Πράγα, τον σταμάτησαν ξανά: Οι Στάλιν, Ρούσβελτ και Τσώτσιλ έχουν ήδη χωρίσει τη μεταπολεμική Ευρώπη και ο Πάττον βρισκόταν μέσα σε Σοβιετικά χωράφια. Διαφώνησε με τη διαταγή, έγινε μαλλιά κουβάρια με τους ανωτέρους του. Ήθελε να περάσει τον Μολδάβα και να χτυπηθεί με τους Ρώσους, γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια την συμφωνία κορυφής. Δεν τον άφησαν φυσικά. «Στρατηγέ» τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι, «γιατί αφήσατε την Πράγα στους Σοβιετικούς;» «Γιατί με διέταξαν να μην την καταλάβω», κάρφωσε δημόσια τους ανωτέρους του.
Με το τέλος του πολέμου, τον διόρισαν στην ασήμαντη θέση του στρατιωτικού διοικητή Βαυαρίας. Έχει πλακωθεί με όλους, δεν έχει ούτε έναν σύμμαχο. Αν δεν σκοτωνόταν με το αυτοκίνητο του τρεις μήνες αργότερα, είναι βέβαιο ότι θα τον αποστράτευαν και θα τον έστελναν σπίτι του με σύνταξη, αυτόν που ήταν ο μεγαλύτερος μαχητής του πολέμου και κατέλαβε μόνος του τη μισή δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, ο Αϊζενχάουερ που μόνο σε χάρτες κουνούσε το δάκτυλο του δίχως να έχει ρίξει ούτε ντουφεκιά, σε λίγα χρόνια ήταν Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.