Μέχρι το 1885 που ο πατέρας της μικροβιολογίας Λουί Παστέρ ανακάλυψε το αντιλυσσικό εμβόλιο, η λύσσα ήταν μια από τις μεγάλες μάστιγες της ανθρωπότητας και συνώνυμη του απόλυτου ανθρώπινου τρόμου. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει με φρικτούς πόνους, κρίσεις μανίας και ολοκληρωτική παραλυσία στο τελευταίο στάδιο, απ’ αυτή την αρρώστια που μεταδιδόταν με το δάγκωμα σκύλου, λύκου ή και αλεπούς.
Οι εικόνες ενός σπιτικού ήμερου σκυλιού που ξαφνικά δαγκώνει θανατηφόρα τον κύριο του ή ενός κοπαδιού λυσσασμένων σκυλιών που εμφανίζονται στους δρόμους ενός χωριού, είναι εικόνες στοιχειωμένες στο υποσυνείδητο του μεσαιωνικού ανθρώπου. Πρώτον διότι ήταν αδύνατο ν’ αντιληφθεί κανείς πότε ο σκύλος του λύσσαξε και άρα έγινε επικίνδυνος, αλλά και γιατί όποιος προσβάλλονταν από το μικρόβιο ήταν καταδικασμένος να πεθάνει γρήγορα και με φρικτό τρόπο. Μέσα σ’ όλα αυτά στοίχειωνε ένας αταβιστικός φόβος του ανθρώπινου όντος από την αυγή της ανθρωπότητας ακόμα: Ένα ανεξέλεγκτο μανιασμένο θηρίο, μας κυνηγά στο σκοτάδι για να μας ξεσκίσει με τα πελώρια δόντια του.
Ο Παστέρ απάλλαξε την ανθρωπότητα απ’ αυτό τον εφιάλτη, δοκιμάζοντας το καινούριο εμβόλιο που είχε ανακαλύψει κάνοντας πειράματα σε κουνέλια και πάνω σ’ ένα μικρό κοριτσάκι που το είχε δαγκώσει λυσσασμένος σκύλος. Αν και ο Παστέρ δεν είχε άδεια γιατρού, οι γονείς του κοριτσιού επέτρεψαν τη δοκιμή, καθώς ήξεραν ότι το παιδί τους ήταν έτσι κι αλλιώς καταδικασμένο. Ήταν δε τόσο μεγάλη η μάστιγα της λύσσας, που μόλις σώθηκε το κορίτσι ο Παστέρ έγινε αστραπιαία διάσημος παγκοσμίως, χωρίς αυτή η ανακάλυψη του να είναι η πιο σοβαρή της καριέρας του. Ο Παστέρ ήταν χημικός και η ανακάλυψη της παστερίωσης για παράδειγμα, ήταν πολύ πιο σοβαρή για την διατροφή της ανθρωπότητας, απ’ ότι ο αντιλυσσικός ορός. Όμως, διάσημο τον έκανε η απάλειψη ενός πελώριου ανθρώπινου φόβου.
Ως τότε οι άνθρωποι παρατηρούσαν συνεχώς τα σκυλιά τους και μόλις διαπίστωναν την παραμικρή ένδειξη παράλογης επιθετικότητας, τα σκότωναν αμέσως για να μην διακινδυνέψουν την πιθανότητα να έχουν λυσσάξει. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και το πιο άκακο ζώο, μόλις προσβαλλόταν απ’ το μικρόβιο, μετατρεπόταν σε ανήμερο θηρίο που μπορούσε να δαγκώσει μια ντουζίνα ανθρώπους και ζώα σε ελάχιστο χρόνο, καταδικάζοντας τους σε θάνατο. Στα χωριά, μόλις υποψιάζονταν ότι λύσσαξε κάποιο σκυλί ή άκουγαν ότι εμφανίστηκε λυσσασμένος λύκος στην ευρύτερη περιοχή, χτυπούσαν τις καμπάνες, ο κόσμος κλειδωνόταν στα σπίτια του κι έμενε εκεί μέχρι οι ομάδες κυνηγών που έβγαιναν για να το βρουν, το σκότωναν.
Γιατρικό για τους προσβεβλημένους από τη λύσσα ανθρώπους δεν υπήρχε. Μόνο κομπογιαννίτικες συνταγές πρακτικής ιατρικής, που όλες καταδίκαζαν τους αρρώστους σε χειρότερα βασανιστήρια απ’ αυτά που προσπαθούσαν να προλάβουν. Τους έδεναν γερά στα κρεβάτια τους διότι τους έπιαναν κρίσεις πανικού και καταστροφής και τους άφηναν εκεί να πεθάνουν μέσα σε φοβερά ρίγη και φρικτούς πόνους. Στον μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν γιατροσόφια που αποτέλειωναν τον ασθενή μια ώρα αρχύτερα. Τον πήγαιναν στον σιδερά ο οποίος προσπαθούσε να του καυτηριάσει την πληγή όσο πιο βαθιά μπορούσε με πυρωμένο σίδερο. Επίσης ξεπουπούλιαζαν τον πισινό μιας ζωντανής κότας, έβαζαν το ξεπουπουλιασμένο σημείο πάνω στη δαγκωματιά και έπνιγαν την κότα. Πίστευαν ότι όπως πέθαινε το πουλερικό, η πίσω τρύπα της άνοιγε και ρουφούσε τη λύσσα από την πληγή. Μετά έκαιγαν τη δύστυχη νεκρή κότα, γιατί πίστευαν πως είχε πάρει το δηλητήριο κι όποιος την έτρωγε θα λυσσούσε.
Συνηθέστατο ήταν επίσης να βουτάνε τους μολυσμένους μέσα σε βραστό νερό που τους δημιουργούσε εγκαύματα, διότι πίστευαν ότι η λύσσα μαζεύεται στις φουσκάλες του δέρματος, τις οποίες έσπαζαν στη συνέχεια με βελόνες για να φύγει το δηλητήριο. Ο άνθρωπος πήγαινε και λυσσασμένος και εγκαυματίας μέσα σε ακόμα φρικτότερους πόνους. Έχουν τέλος καταγραφεί στα ιατρικά χρονικά και μολύνσεις από λυσσασμένα γουρούνια, τα οποία αν προσβάλλονταν ορμούσαν και δάγκωναν όποιον άνθρωπο έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως δε μικρά παιδιά που συνήθως έστελναν οι γονείς να ταΐσουν το γουρούνι που είχαν στην αυλή τους.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.