Ο Μπενίτο Μουσολίνι έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο γελοίες φιγούρες του παγκόσμιου φασιστικού κινήματος που παρέα με τον Αδόλφο Χίτλερ οδήγησε το λαό του στον όλεθρο. Οι γκριμάτσες και οι χειρονομίες του, οι παρανοϊκές απόψεις του (έλεγε για παράδειγμα ότι ο φασιστικός πληθωρισμός είναι διαφορετικός απ’ τους άλλους πληθωρισμούς, πράγμα που τον έκανε να μην υπακούει στους οικονομικούς νόμους), το ύφος Ιουλίου Καίσαρα που είχε μονίμως στο πρόσωπο του και τα διάφορα λιλιά με τα οποία στόλιζε τις στολές του, παρέπεμπαν σε άτομο εκκεντρικό και διαταραγμένο.
Κι όμως, ο φασίστας που λυντσαρίστηκε από τον ιταλικό λαό και κρεμάστηκε ανάποδα στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου, ήταν στα νιάτα του ένας ένθερμος κοινωνικός επαναστάτης, ένας ακραίος αριστερός, ένας άθεος που έθετε τον εαυτό του στην υπηρεσία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Κανένας δεν κατάλαβε πότε ακριβώς μεταπήδησε από τη μια ακραία θέση στην άλλη, πάντως οι Ιταλοί προτιμούσαν να διασκεδάζουν με το πομπώδες ύφος των ομιλιών του, παρά να αξιολογούν αυτά που έλεγε. Όλοι αναρωτήθηκαν εκ’ των υστέρων πως ήταν δυνατόν ένας νεαρός, που στα είκοσι του εθεωρείτο το παιδί-θαύμα του ευρωπαϊκού επαναστατικού σοσιαλισμού να γίνει στα σαράντα του ο πιο αιμοδιψής –μετά τον Αδόλφο- φασίστας ηγέτης.
Ενδεικτικό της ασυνάρτητης ψυχοσύνθεσης του ήταν το γεγονός ότι στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, είχε φυλακιστεί διότι ήταν ακραίος ειρηνιστής και εναντίον κάθε πολέμου. Η αρθρογραφία του εναντίον της εμπλοκής της Ιταλίας στον πόλεμο, τον οδήγησε στην φυλακή. Επίσης, οι ερευνητές έμειναν έκπληκτοι όταν –πολλά χρόνια αργότερα- ανακάλυψαν στα βρετανικά αρχεία ότι το 1917 ο Μουσολίνι ήταν πληρωμένος πράκτορας της Βρετανίας, παίρνοντας 400 στερλίνες τον μήνα για πληρωμή, για να προπαγανδίζει την είσοδο της χώρας του στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όποια περίοδο της προσωπικής του ιστορίας κι αν κοιτάξει κανείς, είναι αδύνατο να βγάλει κάποια άκρη για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τις ιδεολογικές του αντιλήψεις. Κάθε πενταετία της ζωής του πρέσβευε άλλα πράγματα, εντελώς διαφορετικά από τα προηγούμενα.
Μόνο η μάνα του είχε καταλάβει ότι ο γιός της δεν ήταν καλά και προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Η Ρόζα Μαλτόνι, δασκάλα και πολύ θρήσκα, είχε αντιληφθεί από νωρίς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον μικρό Μπενίτο της. Είπε την πρώτη του λέξη μετά τα τρία του χρόνια, πετροβολούσε τους παπάδες και τους δασκάλους του, έκανε συστηματικά εμετό μέσα στην εκκλησία, πετούσε μπογιές και μελανοδοχεία στους συμμαθητές του, οργάνωνε συμμορίες για να κλέβει φρούτα, αβγά και κοτόπουλα. Στην εφηβεία του εκπαρθένευσε μια συνομήλικη του κάτω από τη σκάλα του σπιτιού τους και οδηγούσε τις παρέες του στα νεκροταφεία όπου έβγαζε λόγους στους νεκρούς.
Στα είκοσι του μαχαίρωσε μια ερωμένη του που ήταν γυναίκα στρατιωτικού επειδή δεν ανταποκρινόταν στις ερωτικές απαιτήσεις του και στα εικοσιένα του αποφάσισε να ζήσει ως κλοσάρ στην Ελβετία κάτω από γέφυρες και ντυμένος με κουρέλια. Στα εικοσιέξι του τον έδιωξαν για δεύτερη φορά απ’ το σχολείο όπου δίδασκε, διότι έσπασε στο ξύλο τον σύζυγο μιας ερωμένης του.
Η καημένη η μητέρα του, ήταν η μόνη που ενώ υπεραγαπούσε τον Μπενίτο, ήξερε καλά πόσο αλλοπρόσαλλος και επικίνδυνος ήταν. Όμως πέθανε πολύ νέα, μόλις 46 ετών, δίχως να προλάβει να τον συγκρατήσει. Ο πατέρας του παντρεύτηκε μια άλλη κυρία με τρεις κόρες και μόλις ο Μπενίτο τον επισκέφθηκε στο καινούριο σπίτι, ζήτησε κατ’ ευθείαν σε γάμο τη μεγαλύτερη. Το ζευγάρι αντέδρασε, αλλά ο Μουσολίνι έβγαλε ένα πιστόλι και απείλησε ότι θα σκοτώσει την κοπέλα και θα αυτοκτονήσει. Ο πατέρας του υποχώρησε και η Ρακέλε Γκουίντι έγινε η γυναίκα με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Βέβαια, τα χρόνια της εξουσίας ως τον θάνατο του τα πέρασε με τη διάσημη ερωμένη του Κλαρέτα Πετάτσι, η οποία τον ακολούθησε ως τον θάνατο, εκτελεσμένη, ποδοπατημένη και κρεμασμένη ανάποδα κι αυτή στην κεντρική πλατεία του Μιλάνου.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.