Να σας κάνω σήμερα μια μικρή βόλτα στον περίφημο ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης τον καιρό της ακμής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ας πούμε την εποχή του Ιουστινιανού; Καλό θα ήταν, διότι όποιος σήμερα δεν καταφέρνει να αναπαραστήσει στο μυαλό του εκείνο τον αλλόκοτο κόσμο, είναι αδύνατο ν’ αντιληφθεί πως λειτουργούσε όχι ένας λαϊκός θεσμός της βασιλεύουσας, αλλά η ίδια της η καρδιά. Αν το Μεγάλο Παλάτιο ήταν ο εγκέφαλος που εξουσίαζε την αυτοκρατορία, ο ιππόδρομος ήταν η ψυχή της. Αυτό που στη Ρώμη και μετά στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν «όχλος», παιχνιδάκι και φόβητρο των αυτοκρατόρων, έβρισκε την κοινωνική, πολιτική και θεσμική του έκφραση στον ιππόδρομο.
Ο ιππόδρομος ήταν ένα πελώριο οικοδόμημα μήκους 450 μέτρων και χωρητικότητας 100.000 θεατών που ήταν κτισμένο στα πρότυπα του Circus Maximus της Ρώμης. Στο ένα πλάι του υπήρχε το αυτοκρατορικό θεωρείο, συνδεδεμένο με σκάλα απ’ ευθείας με το παλάτι. Τόσες και τόσες δολοφονίες ή απόπειρες είχαν γίνει στη Ρώμη την ώρα που οι αυτοκράτορες έμπαιναν ή έφευγαν απ’ το Κολοσσαίο, οπότε οι Βυζαντινοί κάτι είχαν διδαχτεί απ’ αυτή την εμπειρία αναφορικά με την ασφάλεια του αυτοκράτορα. Ο όχλος, χωρισμένος σε δύο μεγάλες φατρίες, του Πράσινους και τους Βένετους, παραληρούσε στις εξέδρες βλέποντας αρματοδρομίες και δεκάδες άλλα θεάματα.
Ο χριστιανισμός είχε καταργήσει τους μονομαχίες και τις θηριομαχίες της Ρώμης, στις οποίες εκατοντάδες κορμιά κομματιάζονταν μπροστά στο πλήθος, είτε από όπλα είτε απ’ τα θηρία. Τα λαϊκά θεάματα όμως δεν καταργήθηκαν. Εκτός από τις δημοφιλέστατες αρματοδρομίες, υπήρχαν γελωτοποιοί, ακροβάτες, νάνοι, χορευτές, ταχυδακτυλουργοί, παρουσιάζονταν παράξενα ζώα και κάθε λογής θηριοδαμαστές.
Ο αυτοκράτορας ήταν πάντα εκεί, δίνοντας την εύνοια του είτε στους Πράσινους, είτε στους Βένετους. Στο σχολείο μάθαμε ότι οι Πράσινοι εκπροσωπούσαν τις λαϊκές τάξεις και οι Βένετοι (γαλάζιοι) την αριστοκρατία. Σήμερα ο διαχωρισμός αυτός θεωρείται ιστορικά παρωχημένος, καθώς τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα. Οι ιθύνοντες των Βένετων εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της παλιάς ελληνορωμαϊκής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων και από θρησκευτικής άποψης υποστήριζαν την ορθοδοξία. Οι ιθύνοντες των Πράσινων εξέφραζαν τα συμφέροντα των αστών αξιωματούχων που αναδείχθηκαν στο παλάτι και στην κρατική διοίκηση, καθώς και τις επιδιώξεις των πλούσιων εμπόρων. Είχαν δεσμούς με την Ανατολή και έκλιναν προς το μονοφυσιτισμό και άλλες ανατολικές αιρέσεις. Μπερδεμένα πράγματα που άλλαζαν κατά τη διάρκεια των αιώνων ζωής της αυτοκρατορίας.
Κάθε καινούριος αυτοκράτορας, αφού ορκιζόταν και σταθεροποιούνταν στην εξουσία, παρουσιαζόταν στον λαό από το θεωρείο του στον ιππόδρομο. Οι αυτοκράτορες ήθελαν μαζί τους τον όχλο και ο καλύτερος τρόπος ήταν να ελέγχουν το ιππόδρομο μέσω των φατριών. Άλλωστε, αν και τα θεσμοθετημένα θεάματα θανάτου είχαν καταργηθεί, ουκ ολίγες φορές εκεί μέσα οι ομάδες εξουσίας έλυσαν τις διαφορές τους μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος. Πρώην αυτοκράτορες βασανίστηκαν, αιρετικοί κάηκαν, εγκληματίες θανατώθηκαν μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού του όχλου ως συνήθως. Τον καιρό της εικονομαχίας, χιλιάδες καλόγριες που αντιστέκονταν στις αυτοκρατορικές διαταγές για κατέβασμα των εικόνων, οδηγούνταν ομαδικά στον κατάμεστο ιππόδρομο και βιάζονταν από ολόκληρα στρατιωτικά τάγματα για τιμωρία και προς παραδειγματισμό.
Γύρω από τον ιππόδρομο, κρασοπουλιά και πορνεία στέγαζαν τον πολύχρωμο υπόκοσμο της πιο λαμπρής αυτοκρατορίας του καιρού της, του μεγαλύτερου λιμανιού της μεσογείου. Πόρνες, μαστροποί, μάντεις, πορτοφολάδες, λαθρέμποροι, άνεργοι μισθοφόροι και κάθε λογής κοινωνικό κατακάθι, συστεγάζονταν με τα μέλη της καλής βυζαντινής κοινωνίας που κατέβαιναν στον ιππόδρομο για να ξεσκάσουν, να κάνουν τις βρώμικες δουλειές τους και να βυσσοδομήσουν πολιτικά καθώς το Βυζάντιο ήταν ανέκαθεν ο παράδεισος της συνωμοσίας. Τυχαίο ήταν που ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ονόμαζε τον ιππόδρομο της βασιλεύουσας «εστία αναισχυντίας, κύπελλο γεμάτο δηλητήριο, βαρύ δίχτυ μέσα στο οποίο πέφτουν και χάνονται τόσες απερίσκεπτες ψυχές;» Ποιος τον άκουγε τον Χρυσόστομο άλλωστε;
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.