Τον καιρό της τουρκοκρατίας η Μάνη ονομαζόταν «μεγάλο Αλγέρι». Έβγαιναν με τα σκάφη τους και ρήμαζαν όσα εμπορικά καράβια περνούσαν από την περιοχή τους, αδιαφορώντας για την εθνικότητα τους. Η εκπληκτική ιστορία δυο Μανιατών που έκλεψαν και πούλησαν τις γυναίκες τους στον ίδιο πειρατή.
Ο Γάλλος περιηγητής Andre Georges Guillet αναφέρει στις σημειώσεις του μια εκπληκτική ιστορία πειρατείας από την περιοχή της Μάνης, την περίοδο της τουρκοκρατίας. Είναι προφανές ότι πρόκειται για παραμύθι ή θρύλο που κατέγραψε ο Γάλλος γύρω στο 1669-1670, όμως περιγράφει με αξιοπιστία την κατάσταση και τα ήθη που επικρατούσαν στη Μάνη και ειδικά στον όρμο του Οίτυλου. Η περιοχή ήταν πολύ φτωχή για να θρέψει τους ανθρώπους της, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν ποτέ να την πατήσουν για να επιβάλλουν κάποιον έλεγχο, ενώ φοβερές έριδες ανάμεσα σε οικογένειες οδηγούσαν κάθε τόσο σε λουτρά αίματος. Μόνη διέξοδος ήταν η θάλασσα, σε μια εποχή που το εμπόριο και το πλιάτσικο συγχέονταν επικίνδυνα.
Για πολλούς αιώνες η Μάνη ονομαζόταν «Μεγάλο Αλγέρι». Ικανό μέρος του πληθυσμού της επιδιδόταν στην πειρατεία. Με τα καΐκια τους παραμόνευαν τα εμπορικά πλοία στο πολυσύχναστο πέρασμα του Κάβο Μαλιά και τα ρήμαζαν. Επιδίδονταν επίσης στον εφιάλτη των τότε ναυτικών, στη στεριανή πειρατεία. Με κατάλληλες παρενοχλήσεις, λάθος σινιάλα ή φανάρια, έσπρωχναν τα πλοία να τσακιστούν νύχτα στις απότομες ακτές και στη συνέχεια πηδώντας σαν κατσίκια στα βράχια αιχμαλώτιζαν ή έσφαζαν τους ναυτικούς και έπαιρναν τα φορτία.
Το εμπόριο αιχμαλώτων ήταν εκτεταμένο και πολύ προσοδοφόρο. Αν κούρσευαν τούρκικο καράβι πουλούσαν τους αιχμαλώτους για σκλάβους σε χριστιανούς (Ενετούς, Γενουάτες, Ισπανούς) κι αν κούρσευαν χριστιανικό τους πουλούσαν στους Τούρκους. Επίσης, αν έβρισκαν ευκαιρία έπιαναν τα μέλη των εχθρικών Μανιάτικων οικογενειών και τα πουλούσαν. Η πειρατεία δεν θεωρούνταν παρανομία αλλά λεβεντιά και οι τοπικοί παπάδες όχι μόνο δεν την καταδίκαζαν, αλλά έπαιρναν και το 10% της λείας για την εκκλησία.
Η εκπληκτική ιστορία του Guillet λοιπόν, αναφέρεται σε δύο Μανιάτες πειρατές, τον Θεόδωρο και τον Αναπλιώτη. Ήταν φίλοι και συνέταιροι στην πειρατική δράση, αλλά καβγάδισαν για τον συνηθισμένο λόγο που τσακώνονταν οι πειρατές: Για τον διαμοιρασμό των λαφύρων. Τότε ο Θεόδωρος πήρε μερικούς άνδρες, πήγε νύχτα στο σπίτι του Αναπλιώτη και του έκλεψε τη γυναίκα. Την κατέβασε στο Οίτυλο και προσπάθησε να την πουλήσει σε κάποιον Μαλτέζο πειρατή που τυχαία βρισκόταν στο αγκυροβόλιο. Άρχισαν τα παζάρια, αλλά ο Μαλτέζος έδινε πολύ λίγα χρήματα, με τη δικαιολογία ότι λίγο νωρίτερα είχε αγοράσει από έναν άλλον Μανιάτη μια εξίσου όμορφη γυναίκα στη μισή τιμή. Ο Θεόδωρος ζήτησε να τη δει και έκπληκτος αντίκρισε αλυσοδεμένη τη δική του γυναίκα. Ο Αναπλιώτης είχε κάνει ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν και μάλιστα γρηγορότερα.
Και για να δείξει τον αλλόκοτο τρόπο σκέψης των Μανιατών αλλά και το σκληροτράχηλο του χαρακτήρα τους, ο Guillet τελειώνει ως ακολούθως αυτή την περίεργη ιστορία. Ο Θεόδωρος δεν είπε στον Μαλτέζο ότι η αλυσοδεμένη γυναίκα ήταν σύζυγος του, καθώς αποτελούσε μεγάλη ντροπή για έναν Μανιάτη να του κλέψουν τη γυναίκα. Αντιθέτως, πούλησε στον Μαλτέζο και τη γυναίκα του Αναπλιώτη και έφυγε. Μόλις όμως σάλπαρε ο Μαλτέζος, Θεόδωρος και Αναπλιώτης μαζί που είχαν πάρει πια το μάθημα τους, τον ακολούθησαν με τα πλοία τους, τον κούρσεψαν και πήρε ο καθένας τη γυναίκα του πίσω. Μετά συνέχισαν να ασκούν την πειρατεία παρέα.
Η Μάνη συνέχισε να είναι περιστασιακό άντρο πειρατών μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Τον καιρό του Όθωνα, η πειρατεία συνέχιζε να αποτελεί συμπληρωματικό εισόδημα για τους κατοίκους της κι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι Βαυαροί ήταν σε μόνιμη διαμάχη με τους Μανιάτες. Η προσπάθεια μάλιστα της αντιβασιλείας να γκρεμίσει τους πύργους τους, κατέληξε σε κανονική στάση, σε τρείς εκστρατείες του μισθοφορικού Οθωνικού στρατού στη Μάνη το 1834 και σε αντίστοιχες ταπεινωτικές ήττες του από τους άτακτους Μανιάτες. Η πειρατεία σταμάτησε μόνο όταν ο ατμός και τα σιδερένια πλοία έγιναν άτρωτα από τα μικρά ξύλινα σκαφάκια των Μανιατών.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.