Το σημερινό κτίριο της Βουλής που για ενάμισι αιώνα ήταν παλάτι, λαμπάδιασε δυο φορές στην ιστορία του. Την πρώτη από άγνωστη αιτία, την δεύτερη από τα κεριά και τα λιβάνια της θρησκόληπτης βασίλισσας. Σκηνές απείρου κάλλους, με τους πρωθυπουργούς να κρατάνε τις μάνικες.
Το κτίριο της σημερινής Βουλής που χτίστηκε ως ανάκτορο των Ελλήνων Βασιλέων, κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του, πήρε δυο φορές φωτιά και υπέστη και στις δυο μεγάλες καταστροφές. Την πρώτη φορά η πυρκαγιά ξέσπασε κατακαλόκαιρο, στις 24 Ιουλίου 1884, στην βορεινή πλευρά του δευτέρου ορόφου, δηλαδή σ’ αυτή που βλέπει σήμερα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Μεγάλο μέρος της στέγης καταστράφηκε. Ο βασιλιάς Γεώργιος απουσίαζε στο εξωτερικό και έμαθε τα άσχημα νέα από τηλεγράφημα που του έστειλε η επιμελητεία των ανακτόρων.
Μόλις ξέσπασε η πυρκαγιά και ο καπνός σκέπασε το κέντρο της Αθήνας, όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στο σημείο. Άλλοι βοηθούσαν και άλλοι χάζευαν το πελώριο κτίριο που είχε λαμπαδιάσει, ενώ όλοι οι χωροφύλακες και οι φαντάροι από αστυνομικούς σταθμούς και στρατώνες επιστρατεύτηκαν ακαριαία. Ανάμεσα τους διακρινόταν κατάμαυρος ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης που προσπαθούσε να συντονίσει τις εργασίες κατάσβεσης, μαζί με όλο το υπουργικό συμβούλιο του που παρίστανε κι αυτό ότι δούλευε με αυτοθυσία. Η «Νέα εφημερίς» της 25ης Ιουλίου έγραφε ότι «προσέδραμον πάντες οι υπουργοί, πρώτος ο πρωθυπουργός».
Αν και συνολικά πήραν μέρος στην κατάσβεση 3.500 στρατιώτες, ναύτες και χωροφύλακες, λίγα πράγματα κατάφεραν να διασώσουν, καθώς το νερό ήταν λίγο και οι χειροκίνητες αντλίες είχαν πολύ χαμηλή ισχύ για να το στείλουν στον δεύτερο όροφο του κτιρίου που καιγόταν. Για να σταματήσουν λοιπόν τη φωτιά άρχισαν να κουβαλούν χώμα που το συσσώρευσαν στις σκάλες μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου, ώστε η φωτά να περιοριστεί στα ψηλά. Δεκάδες αξιωματικοί και φαντάροι έπαθαν εγκαύματα από τα δοκάρια της οροφής που έπεφταν φλεγόμενα. Παρά το αριστοτεχνικό αυτό σχέδιο, από την πλευρά της Βασιλίσσης Σοφίας η φωτιά κατέβηκε ως το ισόγειο και τελικά κατέστρεψε όλη τη βορεινή πλευρά του κτιρίου.
Η δεύτερη πυρκαγιά ξέσπασε είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1909 νωρίς το πρωί. Απ’ ότι απεφάνθησαν οι τότε ειδικοί, η φωτιά προήλθε από το Ορθόδοξο παρεκκλήσιο της Βασίλισσας Όλγας, στο οποίο έκαιγαν πάντα κεριά και θυμιατά. Η Όλγα ήταν θρησκόληπτη και ολόκληρο το παλάτι τότε μύριζε λιβάνι. Η Βασιλική οικογένεια βρισκόταν στα ανάκτορα της Δεκέλειας και μόλις ειδοποιήθηκαν, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ επέστρεψε εσπευσμένως στην Αθήνα μ’ ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν τότε στην πρωτεύουσα. Και πάλι ολόκληρη η Αθήνα έτρεξε να χαζέψει το θέαμα, ενώ συντονιστής της κατάσβεσης ήταν ξανά ο πρωθυπουργός Μαυρομιχάλης. Αυτή τη φορά υπήρξε και ξένη βοήθεια, αφού πληρώματα πολεμικών πλοίων της Αγγλίας και της Ρωσίας που ναυλοχούσαν στον όρμο του Φαλήρου, ανέβηκαν ως την πλατεία Συντάγματος και ρίχτηκαν στις προσπάθειες διάσωσης του κτιρίου. Μια μεγάλη σειρά από κάρα είχε δημιουργηθεί στην πλαϊνή πόρτα της Βασιλίσσης Σοφίας, στα οποία στρατιώτες φόρτωναν τα βασιλικά αρχεία τα οποία κουβαλούσαν και ξεφόρτωναν φύρδην μίγδην απέναντι στο υπουργείο εξωτερικών.
Ο Γεώργιος Α΄ ήταν και ο τελευταίο ένοικος του κτιρίου των ανακτόρων. Στην πραγματικότητα, μόνο δυο βασιλιάδες έζησαν στο κτίριο αυτό, ο Όθωνας και ο Γεώργιος. Μετά το 1913, ο Κωνσταντίνος που ορκίστηκε βασιλιάς μετά τη δολοφονία του Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, αρνήθηκε να μετακινηθεί από το σπίτι που έμενε ως τότε και να πάει στο κρύο και θορυβώδες κτίριο των ανακτόρων. Έτσι στο κτίριο παρέμειναν οι υπηρεσίες του παλατιού. Για όσους δεν το ξέρουν, το πάμφτωχο ελληνικό κράτος είχε δυο ανάκτορα για τους άνακτές του. Ένα μπροστά στο Σύνταγμα για το βασιλικό ζεύγος και το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο στην Ηρώδου του Αττικού για κατοικία του διαδόχου του θρόνου. Εκ’ τότε και μέχρι την κατάργηση της βασιλευομένης δημοκρατίας, οι βασιλιάδες μας έμεναν εκεί που έχει σήμερα το γραφείο του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.