Αδούλωτοι, σκληροτράχηλοι, περήφανοι, προσκολλημένοι στα βουνά και στις παραδόσεις τους, οι Σφακιανοί έχουν γράψουν την δική τους ιστορία. Δεν αποδέχτηκαν ποτέ μη Σφακιανό για αρχηγό, είναι παροιμιώδεις πεισματάρηδες, με κάποια αλλόκοτα για τους υπόλοιπους έθιμα και συνήθειες, αλλά και εξαιρετικοί στις φιλίες και στην φιλοξενία τους.
Η κοινωνία των Σφακίων με τους διάσημους Σφακιανούς της, απομονωμένη μέσα σ’ ένα πελώριο και αφιλόξενο (για τους μη μυημένους) ορεινό όγκο της Κρήτης, τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες, έχει γράψει μια εντελώς ιδιόμορφη ιστορία. Άνθρωποι σκληροί, περήφανοι, ανυπότακτοι, ελεύθεροι σαν τ’ αγρίμια που τρέχουν πάνω στα κατσάβραχα τους, οι Σφακιανοί ήταν πάντα πρώτοι στους αγώνες, στις εξεγέρσεις και στις επαναστάσεις για την ελευθερία της Κρήτης.
Ενετός ή Τούρκος δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στην περιοχή τους, η οποία ούτως ή άλλως ήταν πολύ φτωχή για να έχει αξιόλογη φοροδοτική ικανότητα. Πάνω απ’ τις βουνοκορφές τους, έβλεπαν τους πεδινούς να σκλαβώνονται πότε από τον έναν και πότε από τον άλλο κατακτητή, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μέσα τους ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των υπολοίπων κρητικών, έστω και αν το νησί επαναστατούσε κάθε τρεις και λίγο και πολεμούσαν όλοι μαζί.
Αυτό το αίσθημα ανωτερότητας μαζί με τη μόνιμη ενασχόληση τους με τα όπλα, έκανε τους Σφακιανούς να μην αποδέχονται την αρχηγία κανενός άλλου παρά μόνο κάποιου δικού τους. Σε όλες τις επαναστάσεις λοιπόν, έπαιρναν μεν μέρος με άφθαστη γενναιότητα αλλά πάντα υπήρχε και κάποιος Σφακιανός αρχηγός. Βάση της κοινωνίας τους ήταν η ευρύτερη οικογένεια, η γενιά, η οποία αντλούσε το κύρος της από τα ανδραγαθήματα των μελών της στο διάβα των αιώνων και από τον αριθμό των ντουφεκιών που διέθετε, από τον αριθμό δηλαδή των οπλισμένων ανδρών που μπορούσε να κινητοποιήσει. Η αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας ήταν απόλυτη και δίχως αξιολογικές κρίσεις, το αίμα ήταν ιερό. Γι αυτό άλλωστε ξεσπούσαν και οι φοβερές βεντέτες που άφησαν εποχή με την αγριότητα και τον αριθμό των νεκρών τους.
Η κοινωνία τους χωριζόταν σε καλόσειρους και κακόσειρους, σ’ αυτούς δηλαδή που έσερναν από καλή γενιά κι αυτούς που έσερναν από κακή. Η ανάμειξη των δύο κοινωνιών ήταν ανεπίτρεπτη. Τα Σφακιά επίσης ήταν η μοναδική ίσως περιοχή στην Ελλάδα που δεν υπήρξε ποτέ ο θεσμός της προίκας. Σε μια περιοχή καθαρά κτηνοτροφική και όχι αγροτική όπου η έκταση των χωραφιών προσδιόριζε και τον πλούτο, ο κάθε ένας μπορούσε να φτιάξει όσο μεγάλο κοπάδι ήθελε, αρκεί να μπορούσε να το φέρει βόλτα και να το κρατήσει. Ο άξιος λοιπόν δημιουργούσε όση περιουσία ήθελε, ο ανάξιος θα έχανε όση κι αν έπαιρνε έτοιμη. Η προίκα λοιπόν ήταν άχρηστη και προσβλητική για τον άνδρα.
Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, δεν είναι παράξενο που οι Σφακιανοί ήταν οι τελευταίοι που αποδέχτηκαν ότι ένας πεδινός θα ήταν αρχηγός του νησιού κι όλης της χώρας. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος λατρευόταν απ’ όλη την Ελλάδα ως εθνάρχης, στα Σφακιά αντιμετωπιζόταν ακόμη με καχυποψία και ειρωνεία. Όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να μπουν κάτω από τις διαταγές ενός Μεγάλου Αλεξάνδρου επειδή δεν ήταν Λακεδαιμόνιος, έτσι και οι Σφακιανοί είδαν κι έπαθαν να δεχτούν πολλά χρόνια αργότερα ότι ηγέτης τους θα ήταν ένας πεδινός με στρογγυλά γυαλάκια.
Όταν οι παλαιοκομματικοί αριστοκράτες αντίπαλοι του Βενιζέλου τον χλεύασαν επειδή δεν ανήκε σε κάποιο τζάκι του τόπου, αυτός απάντησε μέσα στη Βουλή παρομοιάζοντας τον εαυτό του μ’ έναν τράγο που τον έχουν φυλακίσει μέσα σε μια μάντρα. Είπε την περίφημη μαντινάδα «σαν είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε στένει η μάντρα, ο άντρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα». Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου αποχώρησαν τότε από τη βουλή με σκυμμένο το κεφάλι και οι μόνοι που του απάντησαν με άλλη μαντινάδα ήταν οι Σφακιανοί πάνω απ’ τα βουνά τους που είχαν άλλη άποψη για το τι σημαίνει γενια: «Ένας δεν κάνει τη γενιά κι ας μην τον στένει η μάντρα, γιατί η γενιά θέλει πολλούς και όχι έναν άντρα.»
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.