Οι ελέφαντες χρησιμοποιήθηκαν ως πολεμικά όπλα στην αρχαιότητα, κυρίως στις ανοικτές εκτάσεις της Ασίας και τη βόρειας Αφρικής, με αμφισβητούμενα πάντως στρατιωτικά αποτελέσματα. Αυτά τα αρχαία ζωντανά άρματα μάχης που σκόρπιζαν τον πανικό στις στρατιές των αντιπάλων, συχνότατα αποδεικνύονταν μοιραία και για τα ίδια τα φίλια στρατεύματα τους.
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε τα πελώρια ζώα, αφηνιασμένα από τη μανία, να ορμούν στις αχανείς πεδιάδες της Ασίας και να τσαλαπατούν όποιον βρισκόταν μπροστά τους. Μπορείτε όμως να φανταστείτε μια στρατιά ελεφάντων στο κέντρο της Πελοποννήσου, να κατεβαίνουν αργά-αργά τις στροφές της Μεγαλόπολης ή μια σειρά από τα τεράστια αυτά ζώα με τους μακριούς χαυλιόδοντες τους να συνωστίζονται στα στενά φιδωτά σοκάκια μιας οχυρωμένης ελληνικής πόλης;
Δύσκολα διανοείστε τέτοιες εικόνες; Κι όμως, οι σκηνές αυτές υπήρξαν στην ελληνική ιστορία. Το 319 π.Χ., κατά τη διάρκεια των πολέμων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πολυπέρχων (ή Πολυσπέρχων) εκστράτευσε στην Πελοπόννησο και επιχείρησε να καταλάβει τη Μεγαλόπολη μ’ ένα στράτευμα το οποίο ακολουθούσαν 65 πολεμικοί ελέφαντες.
Έκπληξη και τρόμος κατέλαβε τους αρχαίους εκείνους αγρότες της Πελοποννήσου μπροστά στα θηριώδη ζώα που αντίκριζαν πρώτη φορά στη ζωή τους, όμως τους έσωσε ένας γέρος ονόματι Δάμις που είχε πολεμήσει με τον Αλέξανδρο στην Ασία και είχε αντιμετωπίσει ελέφαντες. Πήρε μεγάλες πόρτες, κάρφωσε πάνω τους μυτερά καρφιά και τις έθαψε μέσα σε ρηχά ορύγματα του εδάφους. Ο στρατός της Μεγαλόπολης άφησε επίτηδες κενούς διαδρόμους όπου είχε κρύψει τις παγίδες, με αποτέλεσμα οι ελέφαντες να ορμήσουν στα κενά και να πληγώσουν φρικτά τα πόδια τους. Τα περισσότερα ζώα έμειναν ακίνητα και καρφωμένα, αφηνιασμένα από τους πόνους, μέχρι που οι αμυνόμενοι τους σκότωναν.
Κανένας ελέφαντας δεν γλύτωσε τελικά, ο Πολυπέρχων ηττήθηκε και τα χωράφια της Μεγαλόπολης μεταβλήθηκαν σε νεκροταφείο ελεφάντων. (Απομεινάρια αυτών των πολεμικών ελεφάντων έχουν βρεθεί κατά καιρούς στην περιοχή, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται με το παλαιολιθικό σφαγείο ελεφάντων που έχει ανακαλυφθεί στην Μαραθούσα Μεγαλόπολης. Εκείνοι οι παλαιολιθικοί ελέφαντες ήταν 600.000 ετών, πολύ παλιότεροι απ’ αυτούς που κουβάλησε ο Πολυπέρχων.)
Εξ’ αιτίας των ελεφάντων όμως, σκοτώθηκε και ο μεγάλος ηπειρώτης στρατηλάτης Πύρρος. Κι αυτός μετέφερε τους πολεμικούς του ελέφαντες στην Πελοπόννησο 47 χρόνια αργότερα από τη μάχη της Μεγαλόπολης, όταν το 272 π.Χ. προσπάθησε να καταλάβει τη Σπάρτη και το Άργος. Στη Σπάρτη βρήκε λυσσαλέα αντίσταση από τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες καθώς οι στρατιώτες έλειπαν στην Κρήτη, αλλά ο Πύρρος δεν χρησιμοποίησε τα ζώα καθώς οι αμυνόμενοι είχαν σκάψει ένα πελώριο χαντάκι γύρω απ’ την πόλη.
Στο Άργος όμως, βρήκε νύχτα μια ανοικτή πύλη και μπήκε μέσα στο τείχος με τον μισό στρατό και τους μισούς ελέφαντες του. Τα σοκάκια του Άργους ήταν τόσο στενά και λαβυρινθώδη, που τα πελώρια ζώα στην αρχή φράκαραν και μετά πανικοβλήθηκαν. Άρχισαν να διαλύουν ότι υπήρχε στο πέρασμα τους, να τρακάρουν μεταξύ τους, να τσαλαπατούν φίλους, εχθρούς και άμαχους, δημιουργώντας ένα απίστευτο χάος. Ο Πύρρος, βλέποντας ότι τα ζώα δε μπορούν να βγουν απ’ την πόλη, έστειλε μήνυμα στον γιό του που ήταν έξω απ’ το Άργος με το υπόλοιπο στράτευμα, να γκρεμίσει ένα μέρος των τειχών για να αποσυμφορηθεί η κατάσταση.
Ο μικρός δεν κατάλαβε, νόμισε ότι ο πατέρας του περικυκλώθηκε και μπήκε κι αυτός μέσα στην οχύρωση με τους υπόλοιπους στρατιώτες και ελέφαντες. Με τα μισά ζώα να θέλουν να μπουν και τα άλλα μισά να θέλουν να βγουν, το χάος επεκτάθηκε στα σκοτεινά στενοσόκακα και το στράτευμα του Πύρρου άρχισε να αλληλοσφάζεται και να αποδεκατίζεται από τα ίδια του τα ζώα. Τότε ήταν που ο Πύρρος εγκατέλειψε τη φρουρά κι έτρεξε μόνος του για να ελέγξει την κατάσταση, με αποτέλεσμα να του πετάξει μια γριά ένα κεραμίδι από μια ταράτσα και να τον γκρεμίσει απ’ το άλογο. Τον αποτέλειωσε ενώ ήταν αναίσθητος ένας νεαρός που βρέθηκε εκεί, που λεγόταν Ζώπυρος. Οι ελέφαντες στην Πελοπόννησο δεν έφεραν τελικά γούρι σ’ αυτούς που τους κουβάλησαν.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.