Η πειθαρχία της συμπαγούς φάλαγγας απέναντι στην προσωπικούς αυτοσχεδιασμούς των πολεμιστών. Οι ατάραχοι σιωπηλοί Έλληνες μαχητές, απέναντι στους αλαλάζοντες βαρβάρους. Η αποτελεσματικότητα των ελληνικών σχηματισμών, απέναντι στους κομπασμούς όσων παρίσταναν τους άφοβους ή τους ανίκητους.
Στη μάχη των Πλαταιών, το 479 π.Χ., ένας Σπαρτιάτης πολεμιστής ονόματι Αριστόδημος, αψηφώντας τον κίνδυνο όρμησε ολομόναχος εναντίον των Περσών κι άρχισε να τους πετσοκόβει. Ήθελε να ‘’ξεπλύνει’’ το όνομα του καθώς είχε σταλεί πίσω από τον Λεωνίδα πριν την μάχη των Θερμοπυλών και οι συμπατριώτες του τον θεώρησαν δειλό. Μετά τη μάχη των Πλαταιών κι αφού είχε καταφέρει να παραμείνει ζωντανός (αν και βαριά τραυματισμένος), η Γερουσία της Σπάρτης όχι μόνο δεν του απένειμε έπαινο αλλά τον επέπληξε βαρύτατα επειδή επέδειξε αυτοκτονική απερισκεψία βγαίνοντας από τις γραμμές της φάλαγγας. Είναι το χαρακτηριστικότερο ιστορικό παράδειγμα από τον Ηρόδοτο, για ν’ αντιληφθούμε τον τρόπο που οι πρόγονοι μας αντιλαμβάνονταν την ανδρεία.
Ο Έλληνας πολεμιστής της αρχαιότητας δεν πολεμούσε μόνος του. Η μονομαχία, ο κομπασμός, η προσωπική αψηφισιά απέναντι στον εχθρό ή οι ατομικοί αυτοσχεδιασμοί ήταν ενδείξεις ανοησίας και αναποτελεσματικότητας. Ο Έλληνας μαχητής πολεμούσε ως σώμα μαζί με όλους τους συμπολεμιστές του στα πλαίσια της φάλαγγας. Υπέρτατος στόχος ήταν η νίκη όλου του στρατεύματος, η νίκη της πόλης. Ατομικές πρωτοβουλίες όχι μόνο δεν ήταν επιτρεπτές και αποδεκτές, αλλά αντιθέτως θεωρούνταν επικίνδυνες διότι δυνητικά υπονόμευαν την ενότητα και το αξιόμαχο όλης της παράταξης. Για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που είναι στη μόδα σήμερα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ολιστική άποψη για την μάχη.
Τα ελληνικά σώματα περιφρονούσαν τους πολυάριθμους βαρβαρικούς στρατούς που στήνονταν απέναντι τους κάνοντας δυνατούς θορύβους προσπαθώντας να τους τρομάξουν. Κορόιδευαν τους αλαλαγμούς, τα χτυπήματα στις ασπίδες, τις βρισιές και τις κάθε λογιών προκλήσεις των εχθρών. Η ελληνική φάλαγγα παρέμενε σιωπηλή και ατάραχη απέναντι σ’ αυτές τις πρωτόγονες εκδηλώσεις, ξέροντας ότι είναι δείγμα κατώτερης στρατιωτικής οργάνωσης, άρα μειωμένης πολεμικής αποτελεσματικότητας. Ήξεραν ότι τέτοια μπουλούκια, ανεξάρτητα από την προσωπική ανδρεία των πολεμιστών τους, σκόρπιζαν και διαλύονταν μόλις συγκρούονταν με μια ατσαλόφρακτη συμπαγή φάλαγγα που βασικό προσόν της ήταν η πειθαρχία.
Για τον ίδιο λόγο, οι αρχαίοι Έλληνες δεν θεωρούσαν γενναίους αλλά ανόητους και επικίνδυνους όσους αδιαφορούσαν για τη ζωή τους στη μάχη. Η πόλη χρειαζόταν τους ανθρώπους της ζωντανούς και αξιόμαχους, διότι όλοι μαζί έφτιαχναν μια ακαταμάχητη φονική μηχανή. Στον Επιτάφιο του ο Περικλής κατακεραύνωσε αυτούς τους αυτοσχέδιους παλικαράδες. Σε αντίθεση με όλους τους στρατούς της εποχής, οι Έλληνες δεν μέτρησαν ποτέ την ανδρεία ενός πολεμιστή από τον αριθμό των εχθρών που σκότωσε στη μάχη. Εύφημες μνείες λάμβαναν όσοι σε κρίσιμες στιγμές κρατούσαν την ενότητα και την πειθαρχία των γραμμών τους. Ποτέ δεν τιμωρήθηκε Έλληνας μαχητής επειδή δεν φάνηκε όσο επιθετικός έπρεπε, αντιθέτως τιμωρούσαν όσους έριχναν την ασπίδα τους διότι άφηναν ακάλυπτο τον διπλανό τους και δημιουργούσαν ρήγμα στη φάλαγγα.
Η διατήρηση των γραμμών τόσο στην άμυνα όσο και στην προέλαση ήταν ζωτικής σημασίας για τα ελληνικά σώματα, αλλά αυτό επιτυγχάνονταν μόνο μετά από εξαντλητικές ασκήσεις που προσπαθούσαν να επιβάλλουν την πειθαρχία μέσα σε ακραίες συνθήκες μάχης. Αξιωματικοί και πολεμιστές έπρεπε να διατηρήσουν όχι μόνο την ενότητα αλλά και την ευθεία πορεία των σχηματισμών, καθώς η υποσυνείδητη εμπιστοσύνη κάθε μαχητή στη δική του ασπίδα κι όχι του διπλανού που κάλυπτε το δεξί μισό του, έσπρωχνε ολόκληρη τη φάλαγγα ως σώμα προς τα αριστερά. Ζωτικής σημασίας ήταν επίσης η διατήρηση των συμπαγών σχηματισμών, όταν ο εχθρός υποχωρούσε. Ο ενθουσιασμός του νικητή και η προαιώνια διάθεση των στρατιωτών για πλιάτσικο και σφαγή των πανικόβλητων εχθρών, ήταν ικανά να σκορπίσουν ένα συγκροτημένο στράτευμα και να το οδηγήσουν σε εκ’ των υστέρων ήττα από εφεδρείες του αντιπάλου.
Οι πρόγονοι μας είχαν τέτοια αφοσίωση στην τακτική της φάλαγγας, που έφθαναν σε ακραία όρια. Οι αριστερόχειρες θεωρούνταν κατώτεροι πολίτες, αφού κρατώντας το σπαθί με το αριστερό καλό τους χέρι και την ασπίδα με το δεξί, δε μπορούσαν να ενταχθούν αρμονικά και να πολεμήσουν στη κεντρική φάλαγγα των δεξιοχέρηδων συμπολιτών τους. Αφού λοιπόν δε μπορούσαν να προσφέρουν στην άμυνα της πόλη τους, είχαν και λιγότερα δικαιώματα απ’ τους άλλους.