Οι περίφημες διαδρομές των εμπόρων μαζί με τα φορτωμένα ζώα τους, που αποτελούσαν τους νευρώνες της οικονομικής ζωής των νοτίων Βαλκανίων. Το συνεχές πήγαινε-έλα από βορρά προς νότο και ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα καραβάν σεράγια.
Ας μεταφερθούμε νοερά γύρω στο 1600 και ας φέρουμε στο νου μας τον χάρτη των Βαλκανίων που τότε ήταν τουρκοκρατούμενα. Αν φανταστούμε τη χερσόνησο σαν έναν ζωντανό οργανισμό, τότε τα νεύρα του που τον έθεταν σε κίνηση ήταν τα καραβάνια. Για την ακρίβεια, τα ηπειρώτικα και θεσσαλικά καραβάνια. Στη θέση των σημερινών ασφαλτοστρωμένων δρόμων, των σιδηροδρομικών γραμμών αλλά και των αεροδιαδρόμων, ας φανταστούμε μυρμηγκιές από παραφορτωμένα μουλάρια και άλογα που πήγαιναν κι έρχονταν προς και απ’ όλες τις κατευθύνσεις.
Τα πελώρια αυτά καραβάνια στα οποία στηρίχθηκε το εμπόριο άρα και ο πλούτος όλων των Βαλκανίων, ήταν για πάνω από δυο αιώνες μονοπώλιο των Ηπειρωτών και των Θεσσαλών. Καθένα απ’ αυτά αποτελούνταν από πενήντα μέχρι διακόσια ζώα και ήταν είτε ιδιωτικά, είτε πρόσκαιροι συνεταιρισμοί μικρότερων αγωγιατών που ταξίδευαν όλοι μαζί για λόγους ασφαλείας. Οι βασικές διαδρομές ήταν προς βορρά, με στόχο πάντα να περάσουν τον Δούναβη και να φθάσουν στη Ρουμανία, την Αυστρία, τη Γερμανία ή τη Ρωσία. Δευτερεύουσα διαδρομή ήταν προς ανατολάς, όπου τα ηπειρώτικα καραβάνια έφθαναν ως και τη Μέκκα.
Τα καραβάνια κουβαλούσαν τα ελληνικά προϊόντα στην Ευρώπη. Γουναρικά από την Καστοριά, νήματα απ’ τα Αμπελάκια και τον Τύρναβο, βαμβάκι απ’ τις Σέρρες, μαλλιά απ’ τη Μοσχόπολη, αρνίσια και κατσικίσια δέρματα απ’ τη Μακεδονία και τη Μικρασία. Επίσης, ραβδωτά υφάσματα απ’ την Κοζάνη, κρασιά απ’ τη Νάουσα και τη Σιάτιστα, μαχαίρια απ’ τη Σαμαρίνα, καθώς και καπνό, κοκκινοπίπερο, αλάτι, μετάξια, κρόκο, αρωματικά φυτά και ότι άλλο παραγόταν στην ελληνική γη. Στην επιστροφή από τον βορρά, τα μουλάρια ήταν φορτωμένα με βιομηχανικά προϊόντα της Ευρώπης, διακοσμητικά, υφάσματα που δεν παράγονταν στον νότο όπως το βελούδο, κρύσταλλα και γενικώς είδη πολυτελείας. Τα καραβάνια επίσης υπηρετούσαν την ανάγκη για επικοινωνία ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν μείνει πίσω και σ’ αυτούς που είχαν φύγει, αφού λειτουργούσαν και ως ταχυδρομικές υπηρεσίες. Επίσης, ανάλογα με το μέγεθος του και την ιστορική περίοδο, κάθε καραβάνι είχε μαζί του κάποιους οπλισμένους και έμπειρους φύλακες που το προφύλασσαν από τις επιθέσεις ληστών.
Αυτό το ατέλειωτο πήγαινε-έλα τόνωνε τις τοπικές οικονομίες, τροφοδοτούσε τις κλειστές αγροτικές κοινωνίες και φυσικά, ήταν μηχανισμός παραγωγής πλούτου αλλά και ανταλλαγής ηθών, ειδήσεων και αντιλήψεων. Στο μονοπώλιο των ηπειρωτών στο διεθνές αυτό εμπόριο, βοηθούσε αποφασιστικά το γεγονός ότι Έλληνες είχαν επίσης το μονοπώλιο στα περίφημα καραβάν-σαράγια που ήταν σπαρμένα κατά μήκος των εμπορικών δρόμων. Σήμερα είναι δύσκολο να αντιληφθούμε σ’ όλη της την έκταση τη σημασία που είχαν αυτά τα χάνια διανυκτέρευσης και ξεκούρασης των εμπόρων.
Πολλά απ’ αυτά σε μεγάλα σταυροδρόμια δέχονταν για διανυκτέρευση ως και χίλια ζώα τη βραδιά μαζί με τους ανθρώπους. Εκεί συναντιούνταν οι άνθρωποι των καραβανιών, ξεκουράζονταν, περίμεναν να περάσουν χιονιάδες και πλημμύρες, αντάλλασαν απόψεις για τις τάσεις του εμπορίου, για τα πανηγύρια και τα παζάρια, αλλά και καθοριστικές πληροφορίες για την ασφάλεια των δρόμων, τους τοπικούς φόρους και τις συνήθειες των αρχών που κάθε τόσο άλλαζαν. Η κυριαρχία Ελλήνων στα καραβάνια αλλά και στους σταθμούς αυτούς, βοήθησε αποφασιστικά να βρεθεί όλο το βαλκανικό εμπόριο σε ελληνικά χέρια.
Για να πάρουμε μια ιδέα όλης αυτής της κίνησης, ας δούμε το δρομολόγιο που έκανε κάθε χρόνο ένας διάσημος ηπειρώτης καραβανιέρης, ο Κυρατζής Ρόβας. Από τις αρχές Αυγούστου έστελνε τελάληδες σ’ όλη την Ήπειρο και ενημέρωνε πότε θα ξεκινήσει, για να του φέρουν εμπορεύματα, επιστολές και παραγγελιές για αγορές. Στις 14 Σεπτεμβρίου ξεκινούσε από την Ελάτη και έφθανε στο Βουκουρέστι στις 26 του Οκτώβρη, παραμονή ή ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Η επιστροφή του στα Ζαγόρια ήταν πάντα του Αγίου Γεωργίου, το Πάσχα δηλαδή. Όλο το καλοκαίρι πουλούσε τα εμπορεύματα που έφερνε και προετοίμαζε την εκ’ νέου αναχώρηση του τον Σεπτέμβριο. Τα καραβάνια αυτά, που ήταν και δρόμοι μετανάστευσης ανθρώπων προς τα βόρεια, σταμάτησαν οριστικά με την εμφάνιση του τραίνου και μετά του αυτοκινήτου. Τότε χάθηκαν και τα καραβάν σεράγια.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.