Είναι πασίγνωστο ότι τα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα, όταν η αμάθεια και η θρησκοληψία έκαναν θραύση, είχε εξαπολυθεί ένα άγριο κυνήγι εναντίον των μαγισσών. Η επίσημη εκκλησία μέσω της Ιεράς Εξέτασης, αλλά και οι ίδιες οι φοβισμένες μάζες των αμόρφωτων ανθρώπων, είχαν βασανίσει και μετά είχαν ρίξει στην πυρά πολλές χιλιάδες γυναίκες (οι καταδικασμένοι μάγοι ήταν πολύ λιγότεροι) θεωρώντας τες όργανα του Σατανά πάνω στη γη.
Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι ότι σ’ αυτό το αμείλικτο κυνήγι των εκπροσώπων του διαβόλου, τα περισσότερα θύματα δεν ήταν δίποδα αλλά τετράποδα. Για πάνω από τέσσερις αιώνες, απ’ άκρου σ’ άκρο της Ευρώπης, ο κόσμος κυνηγούσε και εξόντωνε συστηματικά τις γάτες, πιστεύοντας ότι ήταν πλάσματα διαβολικά. Ειδικά οι μαύρες γάτες δεν είχαν καμία ελπίδα επιβίωσης, αφού δεν τις θεωρούσαν απλώς διαβολικά ζώα αλλά μετενσαρκώσεις μαγισσών που είχαν πάρει τη αυτή τη μορφή για να γλυτώσουν από την τιμωρία των εκπροσώπων του Θεού.
Πολλοί ιστορικοί που έχουν μελετήσει τις μεγάλες επιδημίες που χτύπησαν τη μεσαιωνική Ευρώπη αποδεκατίζοντας τους πληθυσμούς της, θεωρούν το κυνήγι της γάτας ως μια βασική παράμετρο μετάδοσης των μολυσματικών ασθενειών. Η αιτία ήταν απλή: Οι διάφορες μορφές πανώλης που ταλάνιζαν τη γηραιά ήπειρο και πήραν τη γενική ονομασία «μαύρος θάνατος», είχαν σαν βασικό φορέα μετάδοσης τα ποντίκια. Η δραστική μείωση του αριθμού των γάτων εξ’ αιτίας του ανθρωπίνου κυνηγιού, οδήγησε σε υπέρμετρη αύξηση του πληθυσμού των ποντικιών, τα οποία ο άνθρωπος δεν είχε άλλο τρόπο να καταπολεμήσει. Δεν υπήρχαν τότε δηλητήρια εξόντωσης των τρωκτικών. Ειδικά στις γεμάτες βρώμικα στενά μεσαιωνικές πόλεις, άνθρωποι και ποντίκια ζούσαν μαζί.
Ένα άλλο ζώο που -κατά τους ιστορικούς- έπαιξε τον ρόλο του στο θέμα των επιδημιών, ήταν το γουρούνι. Εξ’ αιτίας της αύξησης του πληθυσμού στα σοκάκια των περίκλειστων μεσαιωνικών πόλεων, μετά τον 12ο αιώνα μια σειρά από διατάγματα απαγόρευσαν την είσοδο και τη διατροφή οικόσιτων ζώων σ’ αυτές. Επιτρέπονταν μόνο σκύλοι και άλογα για τις ανάγκες των αρχόντων και του ιππικού. Τα υπόλοιπα ζώα εκτρέφονταν έξω απ’ τα τείχη κι έμπαιναν μέσα μόνο για εμπόριο ή σφαγμένα για τη διατροφή των κατοίκων. Για τις αγελάδες, τα πρόβατα, τα κατσίκια και τα πουλερικά η απόφαση ήταν σωστή, αλλά με τα γουρούνια τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η απομάκρυνση τους συντέλεσε στη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών υγιεινής των μεσαιωνικών πόλεων.
Για την εποχή μας αυτό μοιάζει παραλογισμός, όμως τον 12ο και 13ο αιώνα οι πυκνοκατοικημένες πόλεις με τα στενά δαιδαλώδη σοκάκια, δεν διέθεταν ούτε ύδρευση, ούτε αποχέτευση, ούτε υπηρεσίες αποκομιδής σκουπιδιών. Οι άνθρωποι πετούσαν τα σωματικά τους απορρίμματα και τα σκουπίδια έξω απ’ τα σπίτια τους. Οι αγέλες των παμφάγων γουρουνιών έπαιζαν τότε τον ρόλο των σκουπιδιάρηδων μέσα στις πόλεις, καταβροχθίζοντας όλα τα οργανικά απορρίμματα που παρήγαγαν τα ανθρώπινα λεφούσια που ζούσαν εκεί. Τα κόπρανα των γουρουνιών μπορεί να μυρίζουν άσχημα, όμως δεν είναι μολυσματικά. Αντιθέτως, τα σάπια τρόφιμα με τα οποία γέμισαν οι πόλεις μετά την απομάκρυνση των γουρουνιών, είναι εστίες μόλυνσης. Τα ποντίκια αναλάμβαναν από κει και πέρα.
Βέβαια τότε, οι άνθρωποι δεν τα ήξεραν όλα αυτά. Ζούσαν μέσα στα σκουπίδια παρέα με τα ποντίκια και κυνηγούσαν μέχρι θανάτου τις γατούλες ως όργανα του Σατανά. Κανένας δεν ξέρει αν η άποψη που υπάρχει για την ατυχία που φέρνει η μαύρη γάτα αν την πετύχεις μπροστά σου, ήρθε ως αποτέλεσμα αυτής της σκοτεινής για τα συμπαθή τετράποδα μεσαιωνικής περιόδου. Δεν αποκλείεται πάντως προλήψεις τέτοιου είδους να υπήρχαν από νωρίτερα και να αξιοποιήθηκαν τον μεσαίωνα από τους κυνηγούς μαγισσών.
Κι όμως, υπάρχουν λαοί που λατρεύουν και προστατεύουν τη γατούλα. Ο μουσουλμανικός κόσμος ας πούμε, αγαπά πολύ τις γάτες εξ’ αιτίας ενός θρησκευτικού του θρύλου. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο προφήτης Μωάμεθ σε κάποια βόλτα του, επειδή βιαζόταν να φύγει προτίμησε να κόψει το μανίκι απ’ το πανωφόρι του, παρά να ξυπνήσει μια γατούλα που είχε κοιμηθεί πάνω του. Αυτό και μόνο αρκούσε για τους μουσουλμάνους για ν’ αγαπήσουν βαθιά τις γάτες.
Μία σταγόνα ιστορία με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη. Διαβάστε εδώ όλα τα άρθρα.