Ιδού τώρα μια ιστορική καταγραφή απλών γεγονότων, που η ελληνική ιστοριογραφία προτιμά να ξεχνά. Γιατί; Ίσως διότι η αποτυχία ποτέ δεν μνημονεύεται, ίσως διότι οι μετέπειτα πολιτικές διαφορές μας μετέτρεψαν ένα καθαρά εθνικό θέμα σε μια εγκληματική ιδεολογικο-πολιτική αντιπαράθεση.
Το 1908, σε μια τουρκική απογραφή που έγινε στην Ήπειρο, βόρεια και νότια, από τους 500.000 κατοίκους, οι 380.000 δήλωσαν Έλληνες χριστιανοί. Το 1914, η Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου, έδωσε επίσημα στοιχεία που καταδείκνυαν την συντριπτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στη Βόρειο Ήπειρο. Η Κορυτσά είχε 12.500 Έλληνες και 3.000 Αλβανούς, η Χειμάρα και η Μοσχόπολη είχαν μόνο Έλληνες, το Δέλβινο 1.700 Έλληνες και 600 Αλβανούς. Ακόμα κι εκεί που οι Αλβανοί υπερτερούσαν, οι Έλληνες δεν έπεφταν κάτω απ’ το 35%.
Λογικότατα λοιπόν, στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο του 1912, ο ελληνικός στρατός χωρίστηκε σε δυο στρατιές. Η πρώτη πήγε προς Θεσσαλονίκη, ενώ η δεύτερη πορεύτηκε στην δυτική πλευρά της Πίνδου. Η στρατιά της Ηπείρου προχώρησε προς βορρά και απελευθέρωσε καθαρά ελληνικές περιοχές φθάνοντας ως την Κορυτσά. Τον Μάρτη του 1913, ολόκληρη η βόρεια Ήπειρος ήταν σε ελληνικά χέρια.
Ήταν η πρώτη από τις τρεις φορές που ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα ελληνικά αυτά χώματα, όμως και τις τρεις φορές αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Τον Δεκέμβρη του 1913, η Αυστροουγγαρία και κυρίως η Ιταλία (που ήταν ο κακός μας δαίμονας στο βορειοηπειρωτικό) επέβαλαν την παραχώρηση της βορείου Ηπείρου στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος που ήταν ιταλικός δορυφόρος. Οι Αγγλογάλλοι μέσα στο πλαίσιο της γενικής διαπραγμάτευσης για το Ανατολικό ζήτημα, έκαναν το χατίρι των Ιταλών κι έθεσαν στην ελληνική κυβέρνηση στο ακόλουθο τρομερό δίλημμα: «Διαλέξτε: Θέλετε το Αιγαίο ή την Βόρεια Ήπειρο;».
Ο Βενιζέλος –λογικά και στρατηγικά σκεπτόμενος- διάλεξε το Αιγαίο. Με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στο τέλος του 1914, ο ελληνικός στρατός αποχώρησε. Οι βορειοηπειρώτες, χολωμένοι από την απρόσμενη εξέλιξη, εξεγέρθηκαν με ηγέτη τον Γιώργο Ζωγράφο. Απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της γης τους, αλλά δίχως ελληνική υποστήριξη αναγκάστηκαν να πάνε σε διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας τον Μάιο 1914. Τότε αναγνωρίστηκαν τα μειονοτικά δικαιώματα των Ελλήνων, που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
Με το ξέσπασμα του Α’ παγκοσμίου πολέμου, ο ελληνικός στρατός εισέβαλε ξανά στην αναρχούμενη περιοχή και δίχως μάχη την κατέλαβε για δεύτερη φορά. Ο δισταγμός όμως του γερμανόφιλου Βασιλιά Κωνσταντίνου να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, έδωσε τη δυνατότητα στους Ιταλούς -με την άδεια της συμμαχίας- να εγκαταστήσουν στρατεύματα σ’ όλη τη βόρεια Ήπειρο, ως και τα Ιωάννινα. Ο ελληνικός στρατός, χαμένος μέσα στις αντιπαραθέσεις του εθνικού διχασμού, αποσύρθηκε ξανά. Μόνο όταν ο Βενιζέλος πήρε την εξουσία και μπήκε στον πόλεμο το 1917, κατάφερε τουλάχιστον να αποσυρθούν τα ιταλικά στρατεύματα από τη νότια Ήπειρο.
Ένα από τα πιο σκοτεινά και αδιευκρίνιστα σημεία της πολιτικής του Βενιζέλου ήταν το 1920, όταν οι Γάλλοι απέσυραν τα στρατεύματα που είχαν στην Κορυτσά και κάλεσαν την Ελλάδα να τους αντικαταστήσει. Ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε, αλλά στον δρόμο πήρε διαταγή να γυρίσει πίσω. Κανένας δεν έμαθε το γιατί.
Το 1940, όταν οι Ιταλοί μας επιτέθηκαν από την ελληνοαλβανική μεθόριο, η Ελλάδα απελευθέρωσε για τρίτη φορά τη Βόρεια Ήπειρο. Ήταν μια εποποιία με χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες θύματα, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους έμειναν θαμμένοι εκεί. Κι όμως, ενώ ο στρατός μας νικούσε στο μέτωπο και ο Τσώρτσιλ εξυμνούσε δημοσίως τη γενναιότητα του, διεμήνυε δια της διπλωματικής οδού στον Μεταξά ότι τα Αλβανικά σύνορα δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Η πολιτική αυτή ακολουθήθηκε και μετά την απελευθέρωση. Ο δορυφόρος που λεγόταν Αλβανία συνέχιζε να θεωρείται χρήσιμος για τους συμμάχους και μια Αλβανία δίχως τη Βόρεια Ήπειρο δεν ήταν βιώσιμη χώρα. Κατόπιν ο δορυφόρος έπεσε σε κομμουνιστικά χέρια και μάλιστα στα πιο απομονωτικά και αυταρχικά. Οι Έλληνες άρχισαν να συρρικνώνονται ραγδαία, κάτι που συνεχίστηκε με τη μεγάλη μετανάστευση μετά την πτώση του καθεστώτος του Χόντζα τη δεκαετία του ’90. Τώρα πια κάθε αλλαγή συνόρων θεωρείται ένα απολύτως ουτοπικό σενάριο. Οι ιστορικές ευκαιρίες που χάνονται, δεν επανέρχονται.