«Η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών». Με αυτή τη φράση ξεκινάει τη διήγηση της ταραχώδους ζωής της η μεγαλύτερη τραγουδίστρια που μας χαρίστηκε ποτέ στην αυτοβιογραφία της. Είναι 1958 και η Μπίλι Χόλιντεϊ πραγματοποιεί τη δεύτερη ευρωπαϊκή της περιοδεία.
Όταν επιστρέφει στο Μανχάταν τη μεταφέρουν, σε άθλια κατάσταση από τα ναρκωτικά, στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν. Ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Ιουλίου του 1959 και σε ηλικία μόλις 44, η βραχνιασμένη θλίψη της θα σιωπήσει για πάντα.
Γεννημένη στις 7 Απριλίου του 1915, στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ η Eleanora Fagan (επώνυμο της μητέρας της) απέκτησε από μικρή το παρωνύμιο Μπίλι ενώ κάποιοι την γνώριζαν ως Ματζ. Η ίδια ξεκίνησε την μοναχική άνοδο της παραλάσσοντας το επώνυμο ενός πατέρα που την αναγνώρισε μόνο μετά την αναγνώριση της (εκείνος ήταν ένας Halliday) ενώ το προσωνύμιο Lady Day της δόθηκε από τον φίλο της, Λέστερ Γιανγκ. Η ζωή της ήταν το ίδιο μπερδεμένη με τις ονομασίες της. Δύσκολη. Πορνεία, φυλακές, αναμορφωτήρια, ουσίες, ρατσισμός και σε όλα αυτά, ένα διαμάντι που η ίδια χάριζε σε όλους κάθε φορά που τα χείλη της άνοιγαν για να τραγουδήσει. Η Μπίλι Χόλιντει κακοποιήθηκε από συγγενείς με τους οποίους αναγκάστηκε να συμβιώσει όταν η μητέρα της εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αναζήτησε εις μάτην τον έρωτα, επάνω της οι σύντροφοι της εκτόνωσαν τη βία ενώ η φυγή της στα ναρκωτικά, την ηρωϊνη, το αλκοόλ την έφτιαξαν αυτό που πάντα ήταν. Ένας καρπός παράξενος, σαν αυτόν που τραγούδησε, ετών 24, στο Café Society της Νέας Υόρκης, το μοναδικό κλαμπ εκτός Χάρλεμ όπου η είσοδος επιτρεπόταν σε λευκούς και μαύρους εκείνη την εποχή, ένα βράδυ του 1939.
“Είναι ένας καρπός να τον φάν’ τα κοράκια,
Να τον μουσκέψει η βροχή, να τον ρουφήξει ο αέρας
Να τον σαπίσει ο ήλιος, να πέσει από το δέντρο
Είναι μια παράξενη και πικρή σοδειά.”
Το Strange Fruit θα γινόταν ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια που τρύπωσαν ποτέ στα αυτιά μας. «Δεν μπορώ να τραγουδώ το ίδιο τραγούδι με τον ίδιο τρόπο δύο νύχτες στη σειρά. Πολύ περισσότερο δε, για δύο ή για δέκα χρόνια. Αν μπορείς να το κάνεις αυτό, τότε δεν είναι μουσική, είναι άσκηση, ίσως, αλλά όχι μουσική» είπε κάποτε και το εννοούσε. Άλλωστε η Χόλιντεϊ κάθε φορά που τραγουδούσε, χάριζε ένα ακόμη κομμάτι από τους πόνους μέσα της. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε», ήταν μια από τις φράσεις που έδειχναν την τραχύτητα της σύντομης ζωής της.
Μεγαλωμένη σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο αφού έπρεπε να βγάζει χαρτζιλίκι δουλεύοντας σε οίκο ανοχής. Πριν φύγει στα 12 της από το Μέριλαντ για τη Νέα Υόρκη, θα τη βιάσει ένας γείτονας και στη μητρόπολη θα βγάλει το κορμί της στην πιάτσα. Οι μαύροι θα την τιμωρήσουν καθώς εκείνη δεν άντεχε να ανοίξει τα πόδια τους σε αυτούς -την πονούσαν-, θα τη στείλουν στη φυλακή και εκείνη θα αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στα πάλκο του Χάρλεμ. Ο θρύλος της αρτίστας ξεκινάει αφήνοντας πίσω τη χαμοζωή, τα γκέτο, τον εγκλεισμό σε καθολικό αναμορφωτήριο ανηλίκων.
«Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα –οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν–, ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία, παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε».
Συμβιβασμένη με τις κακουχίες, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος ο τραπεζικός της λογαριασμός μετρούσε μόλις 0,70 δολάρια. Ο μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ την έσωσε πρόσκαιρα, αλλά η ζωή της θα παραμείνει τραγική. Ακόμη και στο τέλος της, έξω από το δωμάτιό που νοσηλευόταν, την αστυνόμευαν. Μόλις οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, συνελήφθη για παράνομη κατοχή ναρκωτικών. Η Μπίλι «δραπέτευσε» για τα καλά, μια μαύρη που τη μισούσαν οι μαύροι, μια γυναίκα σε κόσμο για σκληροτράχηλους άντρες, μια Κυρία που τραγούδησε τα μπλουζ όπως δεν θα μπορέσει να το κάνει ποτέ ξανά κανείς.
«Μου ‘χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη «πείνα» σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη «αγάπη». Ισως και να ‘ναι γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ισως γιατί είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Ουέλφερ Αϊλαντ, το Ιδρυμα Καθολικών και το δικαστήριο Τζέφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ’ τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδέλφεια και στο Ολντερσον, στο Χόλιγουντ, στο Σαν Φρανσίσκο – κάθε γωνιά, πανάθεμά την.
Ολες οι Κάντιλακ και οι μινκ γούνες -και είχα πολλές στη ζωή μου- δεν μπορούν να με κάνουν να τα ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη, κι απ’ όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα τα λένε τούτες οι δύο λέξεις. Πρέπει να ‘χεις φαΐ να φας, πρέπει να ‘χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά. Αυτό που είμαι κι αυτό που θέλω απ’ τη ζωή, σ’ αυτά τα λόγια κλείνεται».
* Η συγκλονιστική αυτοβιογραφία της «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.