Ο Λουκιανός είχε αυτό το μοναδικό χάρισμα να κάνει τρυφερά τραγούδια τα γλυκόπικρα νεανικα μας όνειρα. Χωρίς περίτεχνες ενορχηστρώσεις. Με ένα πιάνο μόνο. Και με στιχάκια απλά. Ετσι όπως απλά ήταν φτιαγμένα αυτά τα νεανικά μας όνειρα. Γι αυτό τα τραγούδια του μας ήταν τόσο οικεία από το πρώτο άκουσμα.
Κι όταν τα άκουγες ήξερες ότι ήταν δικά του. Μοναδικό χάρισμα και ταλέντο για ένα τραγουδοποιό. Να έχει φτιάξει το δικό του χρώμα στη μουσική. Να έχει πλάσει με τρόπο αδύνατο να αντιγραφεί το δικό του στίγμα. Όμως ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν για μένα και κάτι ακόμα. Πραγματικά πολύτιμο. Όταν προσπαθούσα να μιλήσω στα παιδιά μου για τη δίκη μου εφηβεία για αυτούς και αυτά που σημάδεψαν την παιδικότητα της γενιάς μου και καθόρισαν ένα μέρος της νιότης μου, τα τραγούδια του, όπως κι αυτά του Σαββόπουλου ή του Σιδηρόπουλου, των Κατσιμιχαίων ήταν ο πιο ωραίος τρόπος για να το κάνω. Η γλυκιά μουσική του ήταν το ιδανικό χαλί. Κι οι στίχοι τους η πόρτα που άνοιγε τις ιστορίες που ήθελα να τους πω.
Από τα δικά του τραγούδια έμαθαν το Γιώργο Θαλασση και την περιπέτεια για να τον διαβάζουμε. Τη Ντόλι και τον Λούκι Λουκ. Το Διακογιάννη. Όλα όσα λέγαμε τότε ναι. Και τα αλλά που λέγαμε όχι. Τα σκληρά…
Και πάντα καταλήγαμε σ αυτό το φοβερό πάρτυ κι όλους τους καλεσμένους του. Και να ψάχνουμε τι ήταν ο καθένας.
Και τωρα όπως καταλήγει το τραγούδι … ήρθε η ώρα που ο Λουκιανός κι οι καλεσμένοι του μπαίνουν σε ένα αερόστατο και συνεχίζουνε στον ουρανό.
Η ζωή μας που φεύγει…