Σειρά σημαντικών επαφών είχε στο Λονδίνο το τελευταίο διήμερο ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank κ. Ν. Καραμούζης, συνοδευόμενος από τους Γενικούς Διευθυντές κ. Φ. Καραβία και Κ. Βασιλείου. Τα υψηλόβαθμα στελέχη της Eurobank είχαν σειρά σημαντικών συναντήσεων στη βρετανική πρωτεύουσα, με δώδεκα μεγάλους διεθνείς θεσμικούς επενδυτές.
Από τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό βελτιώνεται ραγδαία και το ενδιαφέρον για επενδύσεις και τοποθετήσεις στην Ελλάδα βαίνει διαρκώς αυξανόμενο. Η αλλαγή κλίματος αποτυπώνεται και στην πρόσφατη ανοδική πορεία των τιμών των μετοχών και των ελληνικών ομολόγων, συμπεριλαμβανομένων και των εταιρικών ομολόγων.
Σε διεθνές περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και περιορισμένων σχετικά επενδυτικών ευκαιριών, η Ελλάδα προσφέρει σήμερα πλέον ελκυστικές ευκαιρίες και αποδόσεις για το διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο σε κινητές και σε σταθερές αξίες.
Με τη μείωση του κινδύνου εξόδου της χώρας από το Ευρώ και τη σταθερή βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών δημοσιονομικής προσαρμογής και ανταγωνιστικότητας, το ενδιαφέρον των ξένων οίκων εστιάζεται στην περαιτέρω πορεία των μακροοικονομικών εξελίξεων και των μεταρρυθμίσεων και στο βαθμό πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, αλλά κυρίως στον εντοπισμό επενδυτικών ευκαιριών, που θα προσφέρουν υψηλές εκτιμώμενες μελλοντικές αποδόσεις.
Είναι σημαντικό για τη χώρα, να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στην προσέλκυση εκείνου του τμήματος της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για μεσοπρόθεσμες τοποθετήσεις στην Ελλάδα και για επενδύσεις στην παραγωγική υποδομή της χώρας, χωρίς ωστόσο να αποθαρρυνθούν διεθνείς επενδυτές με πιο κερδοσκοπικό, βραχυχρόνιο προφίλ, που προσφέρουν όμως, ρευστότητα, βάθος και κινητικότητα στις αγορές.
Μεταφέροντας το κλίμα από τις επαφές του στο Λονδίνο, ο κ. Καραμούζης αναφέρει ότι «η εφαρμογή του Προγράμματος Προσαρμογής, παρά το τεράστιο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό κόστος που έχει συσσωρεύσει για τη χώρα και την κυβέρνηση των τριών κομμάτων υπό τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, άρχισε να αποδίδει σημαντικό μέρισμα αξιοπιστίας και φερεγγυότητας στο εξωτερικό, αναγκαία συνθήκη για την ομαλοποίηση της οικονομικής ζωής του τόπου. Εκτιμάται ότι και στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι οι θετικές επιπτώσεις των παραπάνω πολιτικών δεν είναι ακόμα ορατές, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους, που φέρουν και το μεγάλο κόστος προσαρμογής, θα προσεγγίσουμε το τέλος του πτωτικού οικονομικού κύκλου πιθανότατα γύρω στο φθινόπωρο του 2013, με θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης να επικρατούν το 2014.»
Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο της Eurobank, κατά τις επαφές που είχαν στο Λονδίνο επισημάνθηκε ότι εφόσον ο κίνδυνος αποχώρησης από το ευρώ εμφανώς πλέον απομακρύνεται, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας βελτιώνεται ραγδαία, οι ιδιωτικοποιήσεις επιτέλους άρχισαν να υλοποιούνται, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Έτσι, οι προσδοκίες και η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας βελτιώνονται, τα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα περιορίζονται και ίσως καταγραφεί και πλεόνασμα το 2013, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώνεται με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης. Οι θυσίες άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, επειδή η οικονομία είναι κλίμα, προσδοκίες και εμπιστοσύνη. Δεν υπάρχουν περιθώρια για παλινδρομήσεις και υποχωρήσεις. Κατά τον κ. Καραμούζη, οφείλουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο αυτό το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται διεθνώς και να προχωρήσουμε αποφασιστικά την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, που θα απελευθερώσουν τον οικονομικό δυναμισμό και την επιχειρηματικότητα.
Τώρα, η νέα κύρια πρόκληση για τη χώρα είναι να γυρίσει η οικονομία επιτέλους σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, που αποτελεί τη μόνη βιώσιμη απάντηση στις προκλήσεις του δημοσίου χρέους, της ανεργίας, της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου και της διεύρυνσης της κοινωνικής πολιτικής. Βασική στόχευση είναι να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά, μέσω της επίτευξης διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, το τεράστιο κοινωνικό, οικονομικό και ανθρώπινο κόστος που δημιούργησε το πρόγραμμα προσαρμογής.
Στα ερωτήματα των εκπροσώπων των ξένων οίκων σχετικά με τις προοπτικές της οικονομίας και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν, τα στελέχη της Eurobank επεσήμαναν ότι, κυρίαρχο στοιχείο για την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη, στην τρέχουσα φάση του οικονομικού κύκλου της χώρας, αποτελούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τόνωσης της συνολικής ζήτησης, με κέντρο βάρους τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις και την εξαγωγική δραστηριότητα που είναι αναγκαίες, έτσι ώστε να αποφευχθούν συνθήκες αποπληθωρισμού στη χώρα, δηλαδή αρνητικής μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή, διότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε δραματική αύξηση του πραγματικού χρέους ιδιωτών και δημοσίου τομέα και σε σημαντική αύξηση των πραγματικών επιτοκίων, κάτι που θα επιβάρυνε αρνητικά τις προοπτικές των ελληνικών επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, των ελληνικών τραπεζών και της ελληνικής οικονομίας. Η επανενεργοποίηση των ελληνικών τραπεζών και η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας αποτελούν, επίσης, καθοριστικό παράγοντα για την επιστροφή της Ελλάδος σε αναπτυξιακή τροχιά και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Το καλύτερο διεθνές κλίμα, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για ένα νέο ξεκίνημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που θα μετατραπεί σε αρωγό και χρηματοδότη της ελληνικής οικονομίας και της αναπτυξιακής προσπάθειας.
Υπογραμμίσθηκε επίσης ότι επιβάλλεται να αναληφθούν αμέσως πρωτοβουλίες τόνωσης της συνολικής ζήτησης, γιατί πολιτικές βελτίωσης της συνολικής προσφοράς και της ανταγωνιστικότητας, που έχουν κυρίως εφαρμοστεί μέχρι σήμερα (π.χ., μείωση μισθών, απελευθέρωση αγορών, θεσμικές μεταρρυθμίσεις), σε μια σχετικά κλειστή οικονομία όπως η Ελλάδα, ενεργούν θετικά στην οικονομία, με σημαντική χρονική υστέρηση και με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος προσαρμογής, ιδιαίτερα αν το αναπτυξιακό περιβάλλον στον υπόλοιπο κόσμο, που αποτελεί εξαγωγικό προορισμό, δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη.
Η σημαντική αποκλιμάκωση των εγχωρίων επιτοκίων και η απρόσκοπτη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας με ρευστότητα και πιστώσεις, η ολοκλήρωση του κύκλου μειώσεων μισθών και συντάξεων, ώστε να σταθεροποιηθεί η ιδιωτική κατανάλωση, η ανάκαμψη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων που κατέρρευσαν τα τελευταία χρόνια, η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η παράλληλη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, επενδύσεων και ρευστότητας και η προώθηση της εξαγωγικής δραστηριότητας και της υποκατάστασης των εισαγωγών, αποτελούν σημαντικές μακροοικονομικές πρωτοβουλίες που, αν υλοποιηθούν, θα σταθεροποιούσαν και τελικά θα αύξαναν τη συνολική ζήτηση που συρρικνώθηκε δραματικά στην Ελλάδα την τελευταία τετραετία.
Οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές και οι ξένες τράπεζες παρακολουθούν επίσης με αυξημένο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, «ιδιαίτερα ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον διαφαίνεται για τη μελλοντική άντληση ιδιωτικών κεφαλαίων από την Eurobank, υπό την προϋπόθεση ότι θα διαμορφωθεί σύντομα μια ολοκληρωμένη και κατάλληλα δομημένη πρόταση, η οποία θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες προσέλκυσης ποιοτικών μακροχρόνιων ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, ιδιαίτερα στρατηγικού χαρακτήρα. Παράλληλα, το ενδιαφέρον από ορισμένες κατηγορίες διεθνών επενδυτών για τις υπό εξέλιξη αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών παραμένει υψηλό. Με την ολοκλήρωση των ανακεφαλαιοποιήσεων και του κύκλου των συγχωνεύσεων και μετά την αποτύπωση των νέων συνθηκών στις χρηματιστηριακές τιμές, εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος ενδιαφέροντος από διεθνείς επενδυτές, ακόμα και στρατηγικού χαρακτήρα, για την ελληνικές τράπεζες. Στην ενδιάμεση περίοδο, απαιτείται προσοχή και ενημέρωση, ώστε να μην παρασυρθούν οι μικροεπενδυτές από κερδοσκοπικές υπερβολές και μη διατηρήσιμες τάσεις βραχυχρόνιου χαρακτήρα. Η μακροοικονομική σταθεροποίηση και η ανάκαμψη της οικονομίας στο άμεσο μέλλον θα διαμορφώσουν συνθήκες επιστροφής των Ελληνικών τραπεζών σε κερδοφορία, από το τέλος του 2014, αρχές του 2015. Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων και η μείωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια από τα σημερινά πολύ υψηλά επίπεδα, η περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους, η ανάκαμψη των εσόδων από προμήθειες, η αξιοποίηση των συνεργειών από τις συγχωνεύσεις, η εκλογίκευση δικτύων και δραστηριοτήτων και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, θα αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες σημαντικής ανάκαμψης της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών. Είναι βέβαιο ότι η επιστροφή στην κερδοφορία δεν θα στηριχθεί στην ανάπτυξη εργασιών, αλλά κυρίως στην ομαλοποίηση των συνθηκών στις αγορές και την οικονομία και την επιτυχή αναδιάρθρωση των ομίλων.
Είναι η ώρα να αναλάβουν οι Τράπεζες μια σειρά από δυναμικές πρωτοβουλίες, σπάζοντας το φαύλο κύκλο της εσωστρέφειας, της αδράνειας, του αποκλεισμού από τις διεθνείς αγορές και της ουσιαστικής απουσίας από τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, που μας χαρακτηρίζει το τελευταίο διάστημα, λόγω της κρίσης. Θα πρέπει τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων να προσαρμοσθούν προς τα κάτω ώστε να αντανακλούν αφενός, τη σταθερότητα των νέων συνθηκών και αφετέρου, τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας όπως έχουν διαμορφωθεί μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης. Παράλληλα, ο τραπεζικός τομέας μπορεί και οφείλει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστική αναδιάρθρωση και εξυγίανση των βιώσιμων αλλά προβληματικών, σήμερα ελληνικών, επιχειρήσεων, στην αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με κριτήρια οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας, στη χρηματοδότηση με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία των μικρομεσαίων εξωστρεφών ελληνικών επιχειρήσεων, στη διευκόλυνση των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων να βρουν πρόσβαση στη διεθνή χρηματοδότηση και στην ενίσχυση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές με την προβολή των επιτευγμάτων και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, των επενδυτικών ευκαιριών που διαμορφώνονται και της νέας δυναμικής του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Διαβάστε επίσης
Financial Times: Οι αγορές τρελάθηκαν;